25 Μαΐου 2007

τεύχος 25 (2007) - Χρήστος Λεοντής


Περιεχόμενα
Ακριβές στιγμές: Μουσικό καφενείο –σχολείο «Ο Κορινθιακός»,του Ηλία Κατσούλη
Μεταξύ των άλλων…
Βασίλης Αρχιτεκτονίδης, του Τάσου Π. Καραντή
Γιώργος Περαντάκος, της Κατερίνας Πατεράκη
Στράτος Καμενίδης, του Αλέξη Βάκη
Οι άγνωστες πρώτες ηχογραφήσεις του Αντώνη Νταλκά του Ηλία Δ. Μπαρούνη
Μιχάλης Κουμπιός, του Τάσου Π. Καραντή
Χρήστος Λεοντής, του Θανάση Συλιβού
Η Δωδεκανησιακή μουσική στη βιβλιογραφία και τη δισκογραφία,
του Μάρκου Φ. Δραγούμη
Τόλης Χαρμα(ντά)ς, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
Αγάθωνας Ιακωβίδης, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
Η ποντιακή εκδοχή του αρμένικου χορού Ταμζαρά, της Ναΐρας Κιλιτσιάν
Πού πα ρε Καραμήτρο; - Υπό έκδοσιν, του Σπύρου Κουρκουνάκη
Για τον κ. Χάρο, του Γιάννη Σαμπά
Μάης ο πεντάφαγος, του Ανδρέα Καρζή
Στη μαγεμένη Αραπιά…, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
Πίσω από τα όργανα: Κώστας Νικολόπουλος, του Γιώργου Αλτή
Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
Πρόσωπα του τραγουδιού στη λογοτεχνία,επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
Αναγνώσεις
Ακροάσεις


ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλά, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
Xρήστος Λεοντής

24 Μαΐου 2007

Συνέντευξη Δήμου Μούτση στο Μετρονόμο - τεύχος 24 (Ιανουάριος 2007)

Δήμος Μούτσης
του Θανάση Συλιβού
«Ο πραγματικός δημιουργός χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν τον χαρακτηρίζει η εποχή»
Παρακολουθώντας κανείς τη δισκογραφική πορεία του Δήμου Μούτση, παρατηρεί ότι σε κάθε δουλειά του είναι διαφορετικός. Βρίσκεται σε μια διαρκή αναζήτηση γι΄ αυτό και η διαδρομή του ήταν απρόβλεπτη. Τελικά φαίνεται ότι αυτή η ανησυχία του, του βγήκε σε καλό αφού όλες οι δουλειές του έτυχαν πλατιάς αποδοχής.
Του είχα ζητήσει και στο παρελθόν να κάνουμε μια συνέντευξη αλλά μου είχε απαντήσει ευγενικά πως θα την κάνουμε όταν θα έχει κάτι να πει. Αυτή την περίοδο ολοκληρώνει μια νέα δουλειά –κάτι που είχε ανακοινώσει αρκετά χρόνια πριν- και αυτή ήταν η αφορμή που συναντηθήκαμε στο σπίτι του, στο Νέο Ηράκλειο.
Πριν αρχίσει να γράφει το κασετόφωνο, μου βάζει να ακούσω τα καινούρια του τραγούδια. Όση ώρα παίζουν οι μελωδίες είναι σκυμμένος στο γραφείο, με τους στίχους μπροστά του και τραγουδάει με πάθος. Αφού τελειώνει η ακρόαση μου λέει με πλατύ χαμόγελο: «Και τώρα να μιλήσουμε».
Είχατε πει πως ετοιμάζετε νέα δουλειά, από την τελευταία σας ζωντανή εμφάνιση –μετά από πολλά χρόνια απουσίας- στο Ηρώδειο το 1999. Δεν έχει περάσει πολύ καιρός από τότε;
Έχει περάσει πολύ καιρός. Θα μπορούσε να περάσει και περισσότερος, θα μπορούσε να μην είχε περάσει και καθόλου. Ξέρεις, οι καταστάσεις γύρω είναι πάρα πολύ περίεργες, δεν ευνοούνε. Δεν ξέρεις και που θα πέσεις γιατί τα πράγματα είναι τόσο χύμα που καμιά φορά κανείς, όταν σωπαίνει λέει πιο πολλά.
Έχω, βλέπεις, και το ότι δεν μπορώ να γράψω πάνω σε στίχους εκτός αν είναι ποιήματα. Είχα δώσει σε κάποιον τις μελωδίες, τις κράτησε ένα χρόνο και μου τις έφερε πίσω λέγοντας ότι δεν μπόρεσε. Όλο αυτό τον καιρό με κορόιδευε. Πάει έτσι ένας χρόνος.
Γράφετε όμως και εσείς στίχους.
Γράφω, αλλά λέω ρε Δήμο άλλο οι μπαλάντες οι δικές σου άλλο τα τραγούδια. Γιατί το ταλέντο του λαϊκού στιχουργού δεν το έχω. Και εγώ γράφω έτσι όπως μιλάω και το πώς μιλάω να το περάσω στο στόμα του άλλου δεν είναι και εύκολο πράγμα. Θυμάμαι, τότε, στο Φράγμα το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν ποιος θα πει τη «Ρηνούλα» κι αυτό γιατί δεν φανταζόμουνα ότι θα το έλεγα εγώ.
Γι΄ αυτό δίνω μελωδίες, βάζουν στίχους και μετά μου λένε «ξέρεις Δήμο εσύ, διόρθωσε αυτό, διόρθωσε εκείνο…». Τώρα μου μένουν δύο κομμάτια για να τελειώσει η δουλειά.
Έχετε σκεφτεί ποιοι θα τραγουδήσουν;
Η Χαρούλα Αλεξίου θα τραγουδήσει, σκέφτομαι και το Μητροπάνο, θα πω και εγώ ένα – δύο, ενδεχομένως να πούμε και ένα μαζί με το Μαχαιρίτσα, θα δούμε… Το «πρόβλημα» είναι ότι υπάρχουν τέσσερα ζεϊμπέκικα και η Χαρούλα κάπου κολλάει, κακώς βέβαια, γιατί μια δοκιμή έχουμε κάνει. Εκείνο πάντως που είναι πολύ σημαντικό – δεν ξέρω ποιος θα τα πει όλα ή τα μισά – είναι ότι είναι πολύ ωραία τραγούδια. Αυτό είναι γεγονός και από ανθρώπους που δεν είναι πολύ εύκολοι στην κριτική τους. Και εμένα μου αρέσουν, που τα δικά μου τα τραγούδια τα… βαριέμαι.
Έχω και έναν περίεργο τίτλο για το δίσκο στο μυαλό μου. Σκέφτομαι να τον ονομάσω «Η όπερα του δρόμου», υπάρχει και το ομώνυμο τραγούδι που άκουσες, σε δικούς μου στίχους.
Στιχουργικά και μουσικά η μπαλάντα αυτή «φωνάζει» από μακριά ότι είναι Μούτσης…
Το τραγούδι αυτό είναι και το νόημα όλου του δίσκου. Πάνω εκεί στηρίζεται όλη η ιδέα και οι υπόλοιποι στίχοι….
Από όσα ακούσαμε πρόκειται για ένα δίσκο με λαϊκά τραγούδια.
Ναι, είναι από τα πολύ καλά λαϊκά τραγούδια που έχω γράψει, όσο λαϊκά μπορεί να είναι σήμερα. Γιατί μπορεί να είναι ζεϊμπέκικα, μπορεί ο ρυθμός να είναι αυτός, αλλά το ύφος είναι τελείως διαφορετικό, τα όργανα παίζουν διαφορετικά, οι ενοργανώσεις είναι άλλες, άλλες προϋποθέσεις, άλλα στούντιο, άλλος ήχος γενικά. Εκείνο που θα κοιτάξω με πάρα πολύ προσοχή είναι να μη χαθεί το συναίσθημα μέσα στην εξέλιξη της τεχνολογίας. Ξέρεις καμιά φορά ο ήχος, η τελειότητα… Συζητιέται ποια είναι η τελειότητα του ήχου. Μπορεί δηλαδή να μην έχει τίποτα το περιττό, να είναι η τελευταία λέξη, να το ακούς και να λες καλό είναι, σαν να σου δείχνουνε ένα γυαλί που δεν σπάει με τίποτα, όμως δεν σου δίνει και τίποτα.
Έχετε καταλήξει στα όργανα που θα χρησιμοποιήσετε;
Ακόμα δεν έχουμε αρχίσει πρόβες. Θα υπάρχει ένα ρυθμικό συγκρότημα, μπάσο τύμπανα, μία - δύο κιθάρες… Μέχρι εδώ το background εντάξει. Από δω και πέρα είναι τι θα βάλεις. Θα βάλεις ένα βιολί; Καλά. Και μπουζούκι; Εντάξει, αλλά θα το βάλεις μόνο του; Θα βάλεις κάποιο μπουζουξή, θα πάρεις έναν που να παίζει πιο ντελικάτα; Θα πάρω το Σπάθα να παίξει μπουζούκι; Θέλει ψάξιμο για να δώσεις το χρώμα και για να βγουν καλά τα τραγούδια.
Στα παλιά τραγούδια είχα ένα όργανο που έπαιζε πάντα κάτι. Ένα κοντρακάντο, δηλαδή ήταν η μελωδία του τραγουδιστή και το όργανο έπαιζε κάτι αλλά δεν έπαιζε τη μελωδία όπως κάνουν όλοι. Έβαζα ένα ακορντεόν συνήθως, πολύ παλιά, μετά το άφησα. Πήρα το βιολί που ήταν και το όργανο που έπαιζα, μετά έγινε μαϊντανός κι αυτό. Βέβαια σκοπός δεν είναι να βάλεις ένα βιολί, είναι τι θα παίξει το βιολί. Δηλαδή αν ακούσεις στο δίσκο της Μούσχουρη τι παίζει πίσω το βιολί στο τραγούδι «Αν μ΄ αγαπάς κι αν σ΄αγαπώ»… Στην «Ρηνούλα μου» είναι αυτή η απάντηση που κάνει το βιολί…
Πάντως στα νέα σας τραγούδια είναι πολύ καλές οι μελωδίες, πράγμα που σήμερα το συναντάμε σπάνια.
Πιστεύω πως ναι, είναι τόσο καλά που και με μια κιθάρα τα λες. Έχει βέβαια και μια εισαγωγή πολύ μεγάλη, που ανοίγει ο δίσκος και μόλις «σβήνει» μπαίνει το πρώτο τραγούδι χωρίς εισαγωγή. Μπαίνει αμέσως η φωνή.
Το θέμα του ήχου, για το πώς θα βγουν τα τραγούδια προς τα έξω, σας απασχολεί αρκετά και αυτό φαίνεται σε όλες τις δουλειές σας. Για παράδειγμα το παίξιμο του μπουζουκιού στον Άγιο Φεβρουάριο έδωσε άλλη όψη στο δίσκο.
Το εξετάζω πάρα πολύ το θέμα του ήχου. Στον Άγιο Φεβρουάριο έβγαινε αυτό που ήθελα, αυτό το «μπιτλέικο». Αυτό «κόμισε γλαύκας εις Αθήνας», τότε αλλάξανε πράγματα. Μπουζούκι έπαιζε ο Μαριολάς που ήταν στο ξεκίνημά του γι΄ αυτό και έπαιζε έτσι. Κάποιος –δεν θυμάμαι- πήρε τους ίδιους μουσικούς που έπαιζαν στον Άγιο Φεβρουάριο να κάνει… Τι να κάνει; Άρχισε λοιπόν να παίζει ο Μαριολάς και του είπε: «Όχι έτσι ρε παιδί μου, παίξε όπως έπαιζες στο Μούτση» και γύρισε ο Μαριολάς και του απάντησε: «Τότε δεν ήξερα να παίζω». Στον Άγιο Φεβρουάριο έπαιζε πρωτολειακά.
Να σου πω και ένα άλλο τραγούδι, που όταν το έκανα στο στούντιο και το άκουσα είπα εδώ κάτι γίνεται. Είναι ο ήχος που βγαίνει στην εισαγωγή του «Προφήτη Ηλία». Τι είναι εκεί; Τρία όργανα που παίζουνε μαζί. Και βγαίνει ένα πράγμα! Ούτε μπουζούκι είναι, ούτε εκείνο, ούτε τ΄ άλλο. Το φανταζόμουνα λίγο αλλά όχι ότι θα ήταν τόσο καλό. Και εκεί είχε γίνει κάτι. Παρ΄ όλο που ήθελα να το τραβήξω ηχητικά, δεν μου δόθηκε η ευκαιρία, τα τραγούδια ήταν αλλιώτικα και δεν έκανα τίποτα. Ενώ στον Άγιο Φεβρουάριο ήταν πολύ σημαντικό αυτό που έγινε ηχητικά...
…όπως και στην Τετραλογία.
Ακριβώς! Βέβαια η Τετραλογία είχε και μεγάλη ορχήστρα, ενώ στον Άγιο Φεβρουάριο ήταν ένα μπουζούκι, μια δωδεκάχορδη κιθάρα που πρωτοέπαιξε τότε σαν δωδεκάχορδη, όχι μόνο κάθε πρώτη του μέτρου…
…η «σκούπα» όπως λέγανε.
Μπράβο, η «σκούπα». Έπαιζε λοιπόν ο Καλλίρης κανονικά μαζί με το φούτσιμπαλ, ότι έπαιζε αυτό, και μου έλεγε « Βρε Δήμο πρώτη φορά παίζω έτσι δωδεκάχορδη!». Υπήρχε επίσης μια ηλεκτρική κιθάρα, ένα χάμοντ, μπάσο και ντραμς.
Στο Δρομολόγιο αρχίσατε να απομακρύνεστε από το «λαϊκό» ήχο.
Τώρα θες να σου πω κάτι; Το Δρομολόγιο μπορεί να είναι καλή δουλειά, όμως την έκανα για να πάρω το συμβόλαιό μου και να φύγω. Δεν την έχω ευχαριστηθεί. Εκεί που άρχισα να φεύγω από τα λαϊκά, παρ΄ όλο που ήταν λαϊκά τραγούδια, ήταν στο Φράγμα με την Μπέλλου. Με αυτό το «Δεν λες κουβέντα» έφυγα τελείως από αυτά.
Μπορεί να ήταν ζεϊμπέκικο όπως και το «Στον ίδιο παρανομαστή» αλλά ξέρεις τι γίνεται, κάτι είχε η ορχήστρα, έβγαινε κάτι άλλο.
Και με τη Μπέλλου τι μου λέγανε… Είπε όμως πράγματα που δεν θα μπορούσε να τα πει άλλος.
Ποιος πιστεύετε ότι είναι ο ρόλος του δημιουργού;
Δημιουργός είναι αυτός που ξεδιαλύνει κάπως τα πράγματα, ανοίγει μια πόρτα προς κάποια κατεύθυνση. Δεν είναι μόνο μια μηχανή που δίνει. Θέλει και αυτός να συμμετέχει. Ο πραγματικός δημιουργός, πρέπει να ξέρεις τη χαρακτηρίζει την εποχή του, δεν τον χαρακτηρίζει η εποχή. Ο Χατζιδάκις την χαρακτήριζε την εποχή του, ο Θεοδωράκης το ίδιο, και κάποιοι άλλοι ακόμα. Δεν τους χαρακτήριζε η εποχή. Και το τραγούδι παλιά ήταν στη συνείδηση του ανθρώπου, έβγαινε από τον άνθρωπο και πήγαινε σ΄ αυτόν. Με συγχωρείς που θα μιλήσω για τον εαυτό μου αλλά αυτή η δουλειά που ετοιμάζω χαρακτηρίζει τα πράγματα. Δεν χαρακτηρίζουν τα πράγματα αυτή τη δουλειά. Αυτή είναι η πραγματική δημιουργία. Από ΄κει και πέρα λες τι φοριέται; Το ψηλό τακούνι; Πάμε. Βλέπεις όλα αυτά τα Fame story, είναι για να δεσμεύουν τα παιδιά και να τους παίρνουν τα μεροκάματα. Γίνεται ένας τζερτζελές που αφήνει ένα τίποτα. Βλέπεις το επερχόμενο τίποτα της επομένης μέρας. Φτιάχνεται σήμερα το επόμενο τίποτα του αύριο. Πιστεύω ο κόσμος ξυπνάει και θα καταλάβει κάποια πράγματα.
Eίναι αρκετοί που λένε ότι «άμα δεν γράψω κάθε μέρα δεν μπορώ». Εσείς συμφωνείτε μ΄ αυτό;
Πίσω από το μυαλό μου υπάρχει πάντα η σκέψη «και αν δεν το κάνω τι θα γίνει; Γιατί να το κάνω αν δεν έχει λόγο ύπαρξης;» Εκεί κολλάω, αυτό για μένα είναι καταπέλτης και αυτό πάρα πολλές φορές μου έχει σταθεί ανασταλτικό. Τώρα αυτοί που λένε «εγώ άμα δεν γράψω κάθε μέρα δε μπορώ»... Αυτό δεν το κάνω. Τι κάνεις; Κοιμάμαι…. Ψιλοζωγραφίζω… Μαζεύω κρασιά και τα συντηρώ… Θυμάμαι είχαμε πάει στο Παρίσι και όλες τις μέρες τις έφαγα σε ένα βιβλιοπωλείο, ψάχνοντας βιβλία για κρασιά, καθόμουνα σε ένα τραπέζι και διάβαζα…
Αυτή τη μανία «δεν μπορώ αν δεν γράψω« δεν την καταλαβαίνω. Προτέρημα είναι; Ελάττωμα είναι; Δεν ξέρω…
Δεν σας πιάνει όμως κάποια στιγμή η όρεξη;
Έτσι μάλιστα.
Βέβαια και η υπερβολική παραγωγή φέρνει κορεσμό και την επανάληψη.
Η ιστορία έχει αποδείξει ότι οι κορυφές πάντα έγραφαν λίγο. Υπήρχαν και σπουδαίοι που γράψαν πολύ αλλά συνήθως οι ολιγόγραφοι … Πάρτ΄ το Ρεμπώ, τον Καβάφη, το Σολωμό… Όσο για την επανάληψη, όταν γράφω πάρα πολλά πράγματα μου ξανάρχονται. Μπορεί να γράφω ένα μήνα δέκα κομμάτια και να τα πετάξω και τα δέκα. Αυτό το κάνω από τον καιρό που άρχισα να γράφω. Στο Γκάτσο όταν του είχα πάει δυο τραγουδάκια μου, με ρώτησε αν έχω άλλα. Έχω του λέω, αλλά τα πετάω. Πέτα, πέτα μου λέει..
Με το Νίκο Γκάτσο πώς γνωριστήκατε;
Είχα γνωρίσει το Μάνο Χατζιδάκι και ένα βράδυ με πήγε στον Μαγεμένο αυλό και εκεί γνώρισα τον Γκάτσο που με πήγε στην Κολούμπια.
Από το σπίτι είχατε επαφή με τη μουσική;
Καμία. Αν ο πατέρας μου δεν είχε πεθάνει δεν θα γινόμουνα μουσικός με τίποτα. Μου έλεγε δεν θα κάνω το γιο μου αλήτη, νυκτόβιο. Μετά είπα της μάνας μου θέλω να μάθω βιολοντσέλο. Επειδή όμως ήμουν μικρούλης και πολύ αδύνατος, πήγα στον Πειραιά, στον Πειραϊκό σύνδεσμο και έκανα βιολί με την Ιουλία Ιατρίδη. Αυτή είναι μια συγγραφέας που έχει μεταφράσει και Λόρκα. Μετά πήγα στο Ωδείο Αθηνών. Πήρα το δίπλωμά μου (μου το δείχνει στον τοίχο) με άριστα, παμψηφεί και με Α΄ Βραβείο.
Από τον ακαδημαϊκό χώρο του Ωδείου πώς περάσατε στο λαϊκό τραγούδι;
Μέσα στη βαρύγδουπη ατμόσφαιρα του Ωδείου Αθηνών –ο Θεός να σε φυλάει- που ο Ντεμπισσύ ήταν ο πιο μοντέρνος, με κλασικές σπουδές και μελέτη, έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό καρουλάκι, μια μαγνητοταινία, με κάτι τραγούδια του Βαμβακάρη όχι τίποτα πρωτότυπα, «Απελπίστηκα μανούλα μου», «Μπουζούκι μου διπλόχορδο» (το σιγοτραγουδάει) που από αυτό πήρα την φράση και την έβαλα στο τραγούδι «Το δάκρυ κάναμε νερό...». Ο Βαμβακάρης έχει ένα πράγμα …Θα σου κάνω μια μεταφορά με τον Μπαχ, δεν είναι το ίδιο. Ή παίρνεις τη φράση όπως είναι ή δεν μπορείς να πάρεις τίποτα. Δηλαδή από το πάπα πα παμ τι να πάρεις; Ή θα το πάρεις όλο ή τίποτα. Ακούω λοιπόν τα τραγούδια του Βαμβακάρη παθαίνω πλάκα. Λέω τι γίνεται εδώ ρε παιδιά; Εντάξει και ο Στραβίνσκι και ο Μπραμς και τα κονσέρτα που έπαιζα, αυτός όμως δεν είναι κακός. Τότε ήταν που είχα γνωριστεί με τον Γκάτσο και μετά τον Μαγεμένο Αυλό πηγαίναμε σπίτι του, στην οδό Σπετσών, ερχότανε και ο Ελύτης καμιά φορά και θυμάμαι μου είπε την τρομερή φράση που χαρακτηρίζει όλη μου τη ζωή: Αυτά τα δύο τα πράγματα, αυτός ο Βαμβακάρης που ακούς και αυτός ο Μότσαρτ είναι και οι δύο ίσης υψηλής ποιότητας, άλλης αξίας βέβαια. Ο Μότσαρτ άλλης αξίας, ποιότητα όμως έχει εξίσου υψηλή με τον Βαμβακάρη. Μια κουβέντα που κράτησε από τις δύο το βράδυ μέχρι τις εφτά το πρωί. Ξύπνησε και η αδελφή του κάποια στιγμή και είπε «αμάν βρε παιδιά ακόμα;».
Άλλωστε αυτό είναι που μας κάνει να λέμε μεγάλος ζωγράφος ο Πικάσο, μεγάλος και ο Θεόφιλος. Εγώ δεν είχα αντιληφθεί το γεγονός που μου είπε, είχα αντιληφθεί όμως ότι εδώ κάτι συμβαίνει. Δεν είναι τυχαίο αυτό το πράγμα. Πώς δεν μου είχε κάνει εντύπωση κάτι άλλο; Να άκουγα μια σονάτα θα έλεγα είναι καλή, είναι κακή, θα της έκανα μια ανάλυση. Εδώ ήταν μια «πρωτόγονη» κατάσταση. Από το να ακούς απόλλωνα μουσιγέτη του Στραβίνσκι, να ακούς δυο μπουζούκια και ένα μπασοκίθαρο, ούτε καν μπάσο και να τραγουδάει ο Μπιθικώτσης.
Μέχρι τότε δεν είχατε γράψει τίποτα;
Έγραφα κάτι μελωδίες, αλλά ντρεπόμουνα να τις δείξω. Όμως μετά από αυτή την ιστορία είπα θα γράφω και εγώ τραγούδια. Δίνω λοιπόν στον Γκάτσο μια μελωδία να την ακούσει, ήταν το «Σιγά σιγά». Μου λέει «αυτό είναι πολύ ωραίο, θα σου γράψω στίχους». «Τι να μου γράψετε;» «Και που θα το εκδώσω;». Και με πήγε στον Λαμπρόπουλο. Θυμάμαι όταν πήγα στην εταιρεία, από την απειρία μου, πήρα από τη μια ένα μαγνητόφωνο λες και δεν είχανε και από την άλλη το βιολί. Να σου πω την αλήθεια ούτε τότε το πήρα πολύ σοβαρά. Μπήκα στο στούντιο. Δεν μου άρεσε και η ατμόσφαιρα. Ήταν δυο μπουζουξήδες, μπάσο, ντραμς. Κούνα μου λένε το χέρια. Πού να κουνάω, λέω, τα χέρια; Σε τέσσερις νοματαίους; Πάγωσα λιγάκι. Μετά όμως έγραψα και κάτι άλλο, και κάτι άλλο… Βέβαια σε αυτή την εταιρεία δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά μόνο αυτά που έκανα. Δεν μ΄ αφήναν να πάω λίγο πιο μπροστά.
Είχαν ένα συγκεκριμένο ήχο και δεν μπορούσατε να δοκιμάσετε κάτι διαφορετικό;
Ακριβώς, ήμουν εγκλωβισμένος και δεν θα έκανα και τίποτα. Κάποια στιγμή κατήγγειλα το συμβόλαιο και πήγα στη Φίλιπς όπου έκανα τον Άγιο Φεβρουάριο.
Βγήκε λοιπόν ο δίσκος, αλλά δεν πούλησε τίποτα. Είχε περάσει ένας χρόνος και μου έλεγε ο Βίκος ο Αντύπας από την εταιρεία ότι κάθε βράδυ πήγαιναν σε φιλικά σπίτια και έκαναν δώρο το δίσκο μήπως και γίνει κάτι γιατί είχαν τρελαθεί…. Τότε έγινε η ιστορία με τον Κοεμτζή. Ο Δημήτρης Ψαθάς έγραψε ένα χρονογράφημα στα Νέα στο οποίο συνέδεσε το τραγούδι «Ο χάρος βγήκε παγανιά» με την υπόθεση Κοεμτζή, προφανώς από λάθος. Ε, από ΄κει και πέρα έγινε ντόρος και ο δίσκος άρχισε να παίρνει τα πάνω του.
Πήγε καλά, αλλά ήθελα κάτι άλλο. Λέω αλλού είναι η λύση. Ποια είναι; Η μεγάλη ορχήστρα. Και κάνω την Τετραλογία. Να δεις ποιοι μουσικοί παίζουνε μέσα: Γιάννης Ζουγανέλης τούμπα, Κώστας Καβάκος, ο πατέρας του Λεωνίδα, βιολί, Σωτήρης Ταχιάτης βιολοντσέλο…
Εσείς πάντως παίζετε με εκείνο το συνθεσάιζερ Μoog, με τους χαρακτηριστικούς ήχους, που ήταν πρωτοπορία…
Αυτό μου το είχε δώσει τότε ο Κιουρτσόγλου. Δεν ήταν όπως τα σημερινά που υπάρχουν φτιαγμένοι οι ήχοι, δηλαδή πατάς ένα κουμπί και σου βγάζουν βιολιά. Έβγαζε ηλεκτρονικούς ήχους ουδέτερους και εσύ έφτιαχνες δικούς σου από τη γεννήτρια. Έβγαλα διάφορους ήχους. Την είχα «δει». Μήπως και τώρα δεν μου έρχονται ιδέες; Μόνο που είναι πλέον πολύ ακριβές και δεν υπάρχει και η δυνατότητα να τις κάνεις. Και που να το πουλήσεις αυτό; Θα μου πεις στο Μέγαρο. Στο Μέγαρο εμένα δεν με φωνάζουνε. Βέβαια οι χώροι τώρα έχουν χάσει την αίγλη τους. Αφού πήγε στο Ηρώδειο ο Ιάνης που έκανε μουσική για φαγητό, που λέω εγώ, εστιατορίου, από κει και πέρα τι να πεις;
Πότε αποφασίσατε να πάρετε την κιθάρα και να τραγουδήσετε μόνος σας;
Βγήκε η Τετραλογία, όπου πρωτοεμφανίστηκε και η Πρωτοψάλτη, πήγε καλά και μετά έρχεται το Δρομολόγιο που, όπως σου είπα πριν, ήθελα να το κάνω για να φύγω από την εταιρεία (Κολούμπια). Τότε κάτι άρχισε να με τσιγκλίζει να πάρω την κιθάρα μόνος μου. Θυμάμαι, τότε, ήταν ένας διευθυντής στην Κολούμπια, ο Μπινιώτης και του λέω να φέρω την κιθάρα να σου παίξω μερικά τραγουδάκια; Ήταν αυτά τα οποία έβαλα μετά στο Ενέχυρο «Σκοτεινή και παράξενη ετούτη η εποχή…» κ.τ.λ. Του άρεσαν αλλά μου είπε την εξής κουβέντα: «Εδώ μέσα αυτά δεν μπορείς να τα κάνεις και ούτε θα σε αφήσουν. Εγώ φεύγω έτσι κι αλλιώς. Μόνο στη Λύρα μπορείς να τα κάνεις. Μην πας αλλού, χαμένος κόπος». Και φεύγω, πάω στον Πατσιφά και κάνουμε το Φράγμα με τον Τριπολίτη. Όπου ήταν πάρε μισό λογάκι, να η μουσική… Πολλές ώρες μαζί, ώρες… Εκεί το πρόβλημα ήταν ποιος θα πει «Το γράμμα από την Λεγεώνα των ξένων», την «Ερηνούλα». Τα άλλα θα τα έλεγε η Μπέλλου. Λέω θα τα πω εγώ. Ήταν η στιγμή που αγάπησα το τραγούδι όσο ποτέ. Μετά έγραφα και τους στίχους – από παλιά έγραφα- και άνοιξε ένας άλλος κύκλος. Τέσσερις δίσκοι μαζί με το Για πούλημα που ατύχησε για τεχνικούς λόγους.
Είναι γνωστό πως δεν υπάρχουν μουσικά προγράμματα, σε μαγαζιά αλλά και σε συναυλίες, που να μην περιλαμβάνουν τραγούδια σας.
Τώρα θα σου πω κάτι και να το γράψεις. Πέρσι το χειμώνα είχα πάει με τη Δήμητρα τη γυναίκα μου στο Ζουμ, στην Πλάκα. Τραγουδούσαν δικά μου τραγούδια κατ΄ εξοχήν. Πρώτη φορά άκουσα τα τραγούδια μου τραγουδισμένα από δημοσίους υπαλλήλους. Μάλιστα όταν κάποια στιγμή είπα «περάστε και κάποια άλλα τραγούδια μου, υπάρχουν κι άλλα καλά» ξέρεις τι μου απάντησαν; «Είπαμε στον μπουζουξή να τα περάσει αλλά δεν τα περνάει». Δηλαδή γι΄ αυτό που μιλάγαμε στην αρχή, για τον ήχο, την ενορχήστρωση, τελικά πώς καταντάει στα αυτιά του κόσμου. Και άκουσα τα τραγούδια μου τραγουδισμένα από δημοσίους υπαλλήλους της νύχτας. Είναι τρομερό. Δηλαδή φτιάχνεις μια ρολς ρόις και παίρνει ο άλλος ένα ποδήλατο και σου λέει «και αυτό δεν πάει;».Πραγματικά στεναχωρήθηκα. Ανάθεμα την ώρα που βγήκα. Καλύτερα να τα είχα μες το μυαλό μου. Είχα χρόνια να πάω σε τέτοιο μαγαζί και πάγωσα. Και είναι ένα μαγαζί που το έχω φτιάξει εγώ. Κανένας κόπος, καμιά προσπάθεια. Σηκώθηκα και πήγα απέναντι στο Ζυγό. Εκεί άκουσα μουσικές και έπαθα την πλάκα μου. Τα παιδιά δεν έλεγαν δικά μου τραγούδια αλλά έβλεπες την προσπάθεια, τον κόπο. Οι περισσότεροι τραγουδιστές είναι «πάμε να τα πούμε να πάρουμε το μεροκάματο». Όχι όλοι βέβαια, για παράδειγμα ο Νταλάρας είναι μεγάλος τραγουδιστής, εμένα δεν μου πάει, αλλά για να τραγουδήσει κουρδίζει δυο ώρες τους μουσικούς. Προσέχει τη λεπτομέρεια. Είναι ένας άνθρωπος που τιμά τα τραγούδια που λέει. Και έτσι πρέπει.
Πώς βλέπετε τις σχέσεις των ανθρώπων σήμερα;
Πριν μερικά χρόνια ήρθα και έφτιαξα αυτό εδώ το σπίτι με πάρα πολλά όνειρα. Νεοκλασικό, που το σχεδίασα μόνος μου, από την αρχή. Έπεσα σε μια γειτονιά… Δεν ήξερα ότι υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι και αυτό με νέκρωσε ένα διάστημα, φοβήθηκα. Λέω γι΄ αυτούς γράφω; Θα μου πεις όταν κάνεις μια συναυλία και έχεις από κάτω δέκα χιλιάδες κόσμο τους ξέρεις ποιοι είναι; Δεν τους ξέρεις, αλλά υποθέτεις ότι έχουν μια κοινή συνισταμένη. Αν και σήμερα δέκα χιλιάδες άνθρωποι από κάτω τραγουδάνε μόνοι τους και ένας πάνω στη σκηνή μόνος του. Εσύ τραγουδάς και ο άλλος από κάτω λέει για την ομάδα του που έχασε. Δεν υπάρχει αυτή η σύμπνοια που ήταν κάποτε. Γι΄ αυτό και ευδοκιμούσε το λαϊκό τραγούδι. Το «μας» δεν υπάρχει σήμερα. Λοιπόν, τρόμαξα εδώ. Περίμενα να βρω φτωχούς μεν ανθρώπους, αγράμματους πιθανόν, αλλά με μια ευαισθησία. Τώρα βέβαια είμαστε εντάξει…
Είχατε πει σε μια από τις λίγες συνεντεύξεις σας ότι «τα πράγματα είναι μεν τυχαία αλλά και κάτι τα ρυθμίζει».
Μέσα στο Να! υπάρχει μια φρασούλα, στο «Όνειρο», που λέει «κι είδα ένα παιδί μικρό παιδί, που έπαιζε και μου ΄ριχνε στα ζάρια /το ύστερο του πόθου μου φιλί, τα πρώτα παιδικά μου χάδια». Αυτό είναι από ένα απόσπασμα του Ηράκλειτου που λέει ότι ο χρόνος είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Και σ΄αυτό ανήκει το μέλλον, το γίγνεσθαι. Δηλαδή με αυτό φαίνεται ότι ενώ τα πράγματα είναι τυχαία, τυχαία γίνανε, που λέει και ο φίλος μου ο Νανόπουλος, θα μπορούσαν να μην είχαν γίνει, όμως υπάρχει το παιδί. Δεν λέει ότι το σύμπαν είναι μια ζαριά, λέει ένα παιδί που παίζει ζάρια. Είναι ένα τυχαίο γεγονός αλλά κάτι το ρυθμίζει. Βέβαια ο Ηράκλειτος βάζει πάντα και το ρυθμό, ούτε Θεός τον έκανε τον κόσμο ούτε τίποτα, αλλά είναι και θα είναι μια παντοδύναμη φωτιά που ανάβει με ρυθμό και σβήνει με ρυθμό.
Στη διαδρομή σας δεν βολευτήκατε κάπου. Είσαστε σε μια διαρκεί αναζήτηση.
Πουθενά δεν βολεύομαι. Ούτε στη καρέκλα που κάθομαι. Λένε ότι έτσι πρέπει να γίνεται. Το πληρώνεις, όμως, πολύ αυτό. Το να λες έχω εξασφαλίσει το ταξί μου μετά από σαράντα χρόνια δουλειάς δεν είναι και τίποτα. Αλλά έρχεται αυτή η κερατένια η λογική και λέει δεν μπορώ να βολευτώ.
****
Αφού τελειώσαμε τη συνέντευξη η κουβέντα μας συνεχίστηκε στην τραπεζαρία, μαζί με τη γυναίκα του τη Δήμητρα, μέχρι το ξημέρωμα. Εκτός από έναν σημαντικό δημιουργό γνώρισα και ένα άνθρωπο με σπάνιο χιούμορ. Έφυγα γεμάτος, με την υπόσχεση ότι θα ξαναβρεθούμε. Πράγμα που έγινε. Και όλα αυτά που κουβεντιάζουμε θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα σας τα παρουσιάσουμε εδώ, στο Μετρονόμο.

τεύχος 24 (Ιανουάριος 2007) - Δήμος Μούτσης


Περιεχόμενα
Ακριβές στιγμές:Έτσι με τα τραγούδια του Μιχάλη Σουγιούλ
πέρασε η ζωή μας,του Ηλία Κατσούλη
Μεταξύ των άλλων…
Τα… φάλτσα του Γκέρλιτς, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
Μπάμπης Τσέρτος, της Κατερίνας Πατεράκη
Ελένη Καραΐνδρου, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
Πηγή Λυκούδη – Ο «Ύμνος της Αθηνάς» του Κωστή Παλαμά, του Ηνίοχου
Δήμος Μούτσης, του Θανάση Συλιβού
Η ποιητική του Δήμου Μούτση, του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη
Ο αρκουδιάρικος χορός, της Ναΐρας Κιλιτσιάν
Χρήστος Γκάρτσος, του Τάσου Π. Καραντή
Εύα Ιεροπούλου, της Κατερίνας Πατεράκη
Γιώργος Σταθόπουλος, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
Ζορζ Μπρασέν, της Τούλας Καρώνη
Ο Κόμης της Βιάνου, του Λευτέρη Γ. Μαυρογιαννάκη
Κέντρον διασκέδασης «Το οικογενειακόν», του Γιάννη Σαμπά
Πού πα ρε Καραμήτρο; - Οι μουσικές σκηνές, του Σπύρου Κουρκουνάκη
Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
Πρόσωπα του τραγουδιού στη λογοτεχνία,
επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
Πίσω από τα όργανα: Δημήτρης Μαριολάς, του Γιώργου Αλτή
Νανουρίσματα, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
Ακροάσεις
Αναγνώσεις
ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλά, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
Δήμος Μούτσης

23 Μαΐου 2007

τεύχος 23 (2006) - Δημήτρης Λάγιος


Περιεχόμενα
  • Δημήτρης Λάγιος – Αφιέρωμα
    Μικρό βιογραφικό σημείωμα
    Πάθος για τη μουσική, του Δημήτρη Γκιώνη
    «Η ομορφιά της ψυχής του μας συντροφεύει πάντα», του Μάριου Παπαδόπουλου
    Ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης, του Μάρκου Φ. Δραγούμη
    Για τον Δημήτρη Λάγιο του Στρατή Πασχάλη
    Τρία ανέκδοτα τραγούδια σε στίχους Φώντα Λάδη
    Δημήτρης Λάγιος –Αίνιγμα ή λύση; του Μιχάλη Μπουρμπούλη
    Εργογραφία
    Ακριβές στιγμές:Μια εκπομπή του Ράδιο Ουτοπία, του Ηλία Κατσούλη
    Γιάννης Ζουγανέλης – Ο ήχος της σάλπιγγος εσίγησε
    Magenta, της Κατερίνας Πατεράκη
    Τάσος Ρωσόπουλος, της Κατερίνας Πατεράκη
    Θωμάς Κοροβίνης - «Σμύρνη» και όχι μόνο, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
    Μα τι παίζει επιτέλους το ραδιόφωνο; Ο σύγχρονος κυνισμός, τα playlist και οι «ημέτεροι» στη μπάντα των FM, του Αλέξη Βάκη
    Με αφορμή μια πέτρα κατά του… Μίκη, του Θανάση Συλιβού
    «Σκάλα Μιλάνου» - Αυλαία, του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
    Λεωνίδας Λαϊνάκης – Η σκυτάλη στη νέα γενιά
    Γρηγόρης Ασίκης – Ένας αφανής ήρωας. Σαράντα χρόνια από την αποδημιά του, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
    Της ξενιτιάς ο πόνος στο δημοτικό τραγούδι, του Ανδρέα Καρζή
    Η άγνωστη φιλία Μάρκου – Τσιτσάνη 1935 – 1970, του Διονύση Μανιάτη
    Ο Κόμης της Βιάνου, του Λευτέρη Γ. Μαυρογιαννάκη
    Τραγούδια καφενεία και θαμώνες, του Γιάννη Σαμπά
    …να γίνει άρχουσα δηλαδή, του Σπύρου Κουρκουνάκη
    Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
    Πρόσωπα του τραγουδιού στη λογοτεχνία,
    επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
    Ο καραγκιοζοπαίχτης Νίκος Μπλαζάκης, του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
    Πίσω από τα όργανα: Λέλα Παπαδοπούλου, του Γιώργου Αλτή
    Στις κάλπες μετά μουσικής, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
    Έλληνες «κατακτούν το Πεκίνο. Το αγώνισμα της Γλυπτικής στην Ολυμπιάδα του 2008.
    Ακροάσεις
    ΕΝΘΕΤΟ
    Εξώφυλλά, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
    Τα λαϊκά (Α΄ μέρος)

22 Μαΐου 2007

τεύχος 22 (2006) - Χαΐνηδες


Περιεχόμενα
  • Ακριβές στιγμές: Παράσημο φιλίας από το Λευτέρη Παπαδόπουλο, του Ηλία Κατσούλη
  • Μικρό ανθολόγιο κειμένων για το Λευτέρη Παπαδόπουλο
  • Πως να ξεφύγεις από τα τραγούδια; του Γιάννη Σάμπα
  • Μεταξύ των άλλων... Η δισκογραφία του γραμμοφώνου
  • Στη μνήμη του Δημήτρη Πάλλη
  • "Ο μάγκας απ' τα Μέθανα" - Ένα ημιτελές κείμενο του Δ. Πάλλη για τον Γιώργο Μπάτη
  • Εργοστάσιο COLUMBIA - Η ιστορική μνήμη και η πολιτιστική κληρονομιά της ελληνικής μουσικής, του Θανάση Συλιβού
  • Νίκος Πιτλόγλου, της Κατερίνας Πατεράκη
  • Κατερίνα Γώγου, του Τάσου Καραντή
  • Λεωνίδας Μαριδάκης, της Αγγελικής Βασιλάκου
  • Γιάννης Γερογιάννης-Διονύσης Καρατζάς-Μαρία Κοσσυφίδου: "Παραμύθι για τα πουλιά", επιμέλεια Θανάσης Συλιβός
  • Γιάννης Λεμπέσης, του Σώτου Αλεξίου
  • Χαΐνηδες, επιμέλεια Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης
  • Η σημασιολογία της κατεύθυνσης του λαϊκού χορού, της Δρ. Ναΐρα Κιλιτσιάν
  • 15 χρόνια εκδηλώσεις στον Αι-Γιάννη "Το ξωκλήσι της ξενιτιάς", της Τούλας Καρώνη
  • Γεράσιμος Κλουβάτος - Στο μεταίχμιο του ρεμπέτικου, του Ηλία Βολιότη-Καπετανάκη
  • Συνθέτες - στιχουργοί ή περί μεγεθών και άλλων τινών, του Σπύρου Κουρκουνάκη
  • "Ο αργαλειός είναι σκλαβιά κι η ρόκα είναι σχόλη", του Ανδρέα Καρζή
  • Γιατρός και λαϊκή ποίηση στην Κρήτη, του Λευτέρη Γ. Μαυρογιαννάκη
  • Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία: Οι μουσικοί του δρόμου, του Ηλία Κατσούλη
  • Πίσω από τα όργανα: Άγγελος Μπότσης, του Γιώργου Αλτή
  • "Στου γιαλού τα βοτσαλάκια...", του Θόδωρου Βαλσαμίδη
  • Αναγνώσεις
  • Ακροάσεις
  • Το σταυρόλεξο του Μετρονόμου
  • Επικοινωνία
ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλα, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
Ελληνικός Κινηματογράφος

Συνέντευξη Νίκου Ανδρουλάκη στο Μετρονόμο - τεύχος 21 (2006)

NIKOΣ ΑΝΔΡΟΥΛΑΚΗΣ
«Σήμερα για να μπεις στο τραγούδι πρέπει να σε θέλει ο φακός»

του Θανάση Συλιβού

Το όνομα του τραγουδιστή Νίκου Ανδρουλάκη ίσως να είναι άγνωστο στους περισσότερους. Με αργά αλλά σταθερά βήματα κλείνει σχεδόν μια εικοσαετία στη δισκογραφία. Αυτό που τον κράτησε και συνεχίζει να τον κρατάει μέχρι σήμερα στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού, εκτός από την εξαιρετική φωνή του είναι και η συνολική παρουσία του ως καλλιτέχνη που έχει να κάνει με την προσωπικότητα που διαθέτει, την εικόνα που δίνει στις εμφανίσεις του αλλά και τις επιλογές του.
Από τις παρέες με τους αγαπημένους φίλους του στην Κρήτη βρέθηκε να τραγουδά σε επιλεγμένα μαγαζιά, σε συναυλίες στην Ελλάδα και το εξωτερικό και να συνεργάζεται με σπουδαίους συνθέτες της ελληνικής μουσικής.
Προτίμησε να έρθει στο γραφείο του Μετρονόμου για τη συνέντευξη. «Έχω το σκοπό μου» μου είπε. Όταν βρεθήκαμε έφερε ρακί, γραβιέρα και παξιμάδια. Κεραστήκαμε και αρχίσαμε την κουβέντα.
Να ξεκινήσουμε από την…αρχή. Πες μας για την καταγωγή σου, για τα στοιχεία που συνέθεσαν την προσωπικότητα σου σαν καλλιτέχνη.
Γεννήθηκα σ΄ ένα όμορφο και ιστορικό χωριό το Αβδού, 38 χιλιόμετρα έξω από το Ηράκλειο. Από μικρός είχα την απόλυτη συμπαράσταση του πατέρα μου, της μάνα μου αλλά και των παππούδων μου. Ο ένας παππούς ο Δημήτρης ψάλτης, ο άλλος ο Νικόλας καλλίφωνος και η μάνα μου ΄΄μαγική εικόνα΄΄ πάνω από τη κούνια μου να με νανουρίζει. Ο πατέρας μου λυράρης και το πρώτο άκουσμα η ΄΄γλυκιά του δοξαριά΄΄, αργότερα από τα ραδιόφωνα και τα πρώτα κασετόφωνα ο Στέλιος Φουσταλιεράκης, ο Μπαξεβάνης ΄΄Όσο βαρούν τα σίδερα΄΄,΄΄ Πονεμένη καρδιά΄΄, ο Θανάσης Σκορδαλός ΄΄Μόνο εκείνος π΄ αγαπά΄΄, ΄΄Συ με έμαθες πως αγαπούν΄΄, ο Κώστας Μουντάκης ΄΄Ήμουν παιδί και γέρασα΄΄, ΄΄ Αχ αυτός ο αργαλειός σου΄΄ ο Γιώργος Καλομοίρης ΄΄Εικόνισμα μου σ΄ έβαλα΄΄, ο Νίκος Μανιάς ΄΄Νυχτοπούλι κάθ΄ αργά΄΄, ο Σπύρος Σηφογιωργάκης ΄΄Ο φάρος΄΄ και αμέσως μετά ο Ξυλούρης ΄΄Η αφυφαντού΄΄, ΄΄Καυγάδες με το γιασεμί΄΄, ο Χαράλαμπος ΄΄Ο ναυαγός΄΄,΄΄ Είναι βαρύς ο πόνος μου΄΄ κ.ά. Οι παρέες, τα γλέντια και οι καντάδες, στην ΄΄Κρήτη των άστρων΄΄, τις νύχτες του καλοκαιριού μέχρι να ξημερώσει. Ωραία χρόνια!
Να θυμηθούμε την πρώτη φορά που τραγούδησες μπροστά σε κόσμο;
Ήμουν 12 χρονών όταν πήρα για πρώτη φορά μικρόφωνο στα χέρια μου, σε γλέντι που έπαιζε λύρα ο πατέρας μου και λαούτο ο Γιάννης Χατζάκης. Με φώναξε από το μικρόφωνο και είπα ένα τραγούδι από του Γιάννη Μαρκόπουλου και του Κ.Χ. Μύρη από τον δίσκο Χρονικό. Είχα πολύ άγχος, αλλά από κάπου πήρα δύναμη, ίσως από την ματιά της αδελφής μου, που με παρακολουθούσε με αγωνία. Αυτό ήταν, η αρχή είχε γίνει.
Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια που ήρθες στην Αθήνα οριστικά;
Τα πρώτα χρόνια στην Αθήνα ήταν δύσκολα, γιατί δεν ήξερα και δεν με ήξερε κανένας. Γνώριζα όμως από την Κρήτη, τον Γιώργο Σταυριανό και με πήρε σε συναυλίες, που έκανε εδώ στην Αθήνα, αλλά και στην Κρήτη. Αυτά το καλοκαίρι του ΄85 και τον Νοέμβριο, πηγαίνω σε ένα μαγαζί στην Καλλιθέα, που λεγόταν Σταυροδρόμι. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά στην Αθήνα. Μετά πήγα σε ένα μικρό χώρο πάλι στην Καλλιθέα στην οδό Δημοσθένους. Εκεί έπαιζε πιάνο ο Γιώργης Θεοχαρόπουλος και μετά από λίγα χρόνια έγραψε τη μουσική για τον πρώτο μου δίσκο. Τον επόμενο χειμώνα πήγα σ΄ ένα ωραίο κέντρο, που δυστυχώς δεν υπάρχει σήμερα, στου ΄΄Σαμπάνη΄΄, με τον Γιάννη Καλατζή, τον Στέλιο Βαμβακάρη, την Γιώτα Βέη και την Χαρά Πομώνη και μετά στο Γαλάτσι, στην ΄΄Πηγή του ρεμπέτικου΄΄ του Γιώργου Μιχελουδάκη. Αργότερα πήγα σε συναυλίες με τον Γ. Μαρκόπουλο, τον Λίνο Κόκοτο, μετά ήρθαν οι πρώτες συμμετοχές σε δίσκους ΄΄Κρητών έπος’’, σε ενοργάνωση Χριστόδουλου Χάλαρη, ΄΄Ζωγραφιές και Χρώματα΄΄, ήρθε και ο πρώτος προσωπικός δίσκος ΄΄ Ένα φεγγάρι δρόμος ΄΄ το ΄95 σε μουσική Γιώργου Θεοχαρόπουλου και στίχους Ηλία Κατσούλη και Γιάννη Τζουανόπουλου. Tο νερό είχε μπει πια, στο αυλάκι…
Ξεχωρίζεις κάποιο σταθμό που ήταν σημαντικός στη μέχρι σήμερα πορεία σου;
Οι συνεργασίες που έχω κάνει μέχρι σήμερα πολλές. Αρκετές δε από αυτές, πιστεύω ότι ήταν πολύ σημαντικές. Αν ξεχωρίσω μόνο μία, θα ΄ταν άδικο. Πάντως είναι γεγονός, ότι η έκδοση του πρώτου δίσκου, ενός τραγουδιστή είναι κάτι το αξεπέραστο και από ‘κει παίρνεις δύναμη, για να είσαι στο δρόμο της συνεχούς αναζήτησης.
Στις εμφανίσεις σου η μουσική παράδοση της Κρήτης έχει πάντα χώρο. Τι πιστεύεις ότι είναι αυτό που την κρατάει ζωντανή;
Ο πλούτος της μουσικής παράδοσης της Κρήτης, της Ηπείρου, της Μακεδονίας και άλλων περιοχών της Ελλάδας είναι αξιοθαύμαστος. Άξια θαυμασμού είναι όμως και η συνέχεια της. Σήμερα βλέπουμε νέους μουσικούς να την μεταφέρουν, σαν κάτι πολύτιμο, χωρίς να αλλοιώνουν βασικά χαρακτηριστικά της. Τώρα εκείνο που κρατάει την Κρητική παράδοση, κατά την γνώμη μου, είναι η ζωντανή παρουσία του πολιτισμού, μέσα από την μουσική και κυρίως από την μαντινάδα.
Επίσης ένα άλλο σημαντικό είναι, ότι οι σχολές εκμάθησης παραδοσιακών οργάνων, από την Κρήτη μέχρι την Θράκη, είναι γεμάτες από μικρά παιδιά, που μαθαίνουν λύρα, λαούτο, κλαρίνο, κανονάκι, σαντούρι, βιολί, φλογέρα, νταούλι κ.ά. Σε λίγα χρόνια, σ΄ αυτά τα μικρά παιδιά, θα αναζητήσουμε την συνέχεια της παράδοσης και του μουσικού μας πολιτισμού.
Ξεχωριστή στιγμή στη δισκογραφία σου ΄΄Τα Τιμαλφή΄΄, μια δουλειά με παραδοσιακά κομμάτια του τόπου σου. Μίλησε μας λίγο γι΄ αυτό το δίσκο.
Ο δίσκος αυτός, που κυκλοφόρησε το 2001, περιέχει δεκατέσσερα τραγούδια. Τα εννιά από αυτά είναι παλιά κρητικά και τα πέντε καινούργια. Τους στίχους σ΄ αυτά τα πέντε, έγραψε ο Ηλίας Κατσούλης και τους μελοποίησαν ο Γιώργος Καλομοίρης, ο Χαράλαμπος Γαργανουράκης, ο Μιχάλης Αλεφαντινός ,ο Μανώλης Ανδρουλάκης και ο Νίκος Καραβιράκης. Την ενορχήστρωση έκανε ο Γιάννης Παπαζαχαριάκης. Ο δίσκος αυτός είναι το καταστάλαγμα της ψυχής μου, είναι πολύτιμος και μέσα από τα τραγούδια του αποτυπώνονται, οι πόθοι και οι προσδοκίες μου.
Βέβαια δεν στέκεσαι μόνο σ΄ αυτό το είδος τραγουδιού. Το ρεπερτόριο σου, σε συναυλίες και δίσκους, αγκαλιάζει τόσο το έργο σπουδαίων Ελλήνων συνθετών όσο και νέων δημιουργών.
Αγαπώ το παραδοσιακό τραγούδι, γιατί μ΄ αυτό μεγάλωσα, αλλά δεν θά ‘θελα να αδικήσω και το «έντεχνο», που με συγκινεί εξ΄ ίσου, γιατί έχει μέσα του ωραία στοιχεία τέχνης. Γι΄ αυτό και στις συναυλίες και στους δίσκους αλλά και στις μουσικές σκηνές που εμφανίζομαι, λέω τραγούδια που έχουν αφήσει εποχή, αλλά και αρκετά καινούργια, που ελπίζω ότι θα αντέξουν στον χρόνο και θα αφήσουν τα σημάδια τους. Δεν ξέχασα και δεν θα ξεχάσω ποτέ τα τραγούδια που έχουν γράψει σπουδαίοι συνθέτες, ποιητές και στιχουργοί, γιατί όπως λέει και ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης ΄΄Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν, είναι σαν να σβήνεις ένα αντίστοιχο κομμάτι απ΄ το μέλλον΄΄.
Ποια είναι η σχέση σου με την ΄΄πατρίδα΄΄ το Ηράκλειο.
Το Ηράκλειο είναι η πόλη που με μεγάλωσε, έζησα τα χρόνια μου, τα μαθητικά και τα εφηβικά, μου έχει χαρίσει πολλές συγκινήσεις και έχω μεγάλη ανάγκη να πηγαίνω όσο πιο συχνά μπορώ, να συναντώ τους δικούς μου και τους φίλους μου. Το Ηράκλειο αποτελεί πια σημείο αναφοράς για τη ζωή μου. Θα αφιερώσω και ένα στίχο του Ηλία Κατσούλη που έχει μελοποιήσει ο Γιώργος Αρσενίδης και είναι στον δίσκο μου «Μυθικά καράβια».
΄΄Του Κρητικού πελάγους παλιά πειρατικά
με φέρανε κοντά σου καράβια μυθικά
του πρίγκιπα τα κρίνα στα χέρια μου κρατώ
του Ηρακλείου δρόμους για σένα περπατώ΄΄.
Τα Μυθικά καράβια έπιασαν τελικά… λιμάνι;
Ήταν ένας δίσκος που αγαπήθηκε από τον κόσμο, έπιασε λιμάνι στις καρδιές τους. Δυστυχώς δεν τον βλέπουμε πια στις προθήκες των δισκοπωλείων… Σε αυτό το δίσκο συνεργάστηκα με τον Παντελή
Θαλασσινό και τον Γιώργο Αρσενίδη που έγραψαν τη μουσική και τον Ηλία Κατσούλη, τον Αντώνη Πετράτο και τον Κώστα Τσούτσα που έγραψαν τους στίχους . Ένας δίσκος με σημαντικά τραγούδια από τα οποία ξεχώρισαν «Του παραδείσου λεμονιά», «Τ΄ ασήμι και το βυσσινί»
«Τα ωραία», «Δεν είναι ο έρωτας καπνός».
Πώς θα χαρακτήριζες τη σχέση καλλιτέχνη-κοινού;
Είναι σαν μια μικρή ιστορία, που από τη μια τη διηγείται ο καλλιτέχνης στο κοινό και από την άλλη, το κοινό στον καλλιτέχνη. Οι μικρές αυτές ιστορίες έχουν ομορφιά και έχουν τον τρόπο να μαγεύουν τις αισθήσεις. Στο τέλος η σχέση κοινού και καλλιτέχνη καταλήγει, σε μια κορύφωση ενθουσιασμού. Ενθουσιασμού που είναι αποτέλεσμα αισιοδοξίας.
Τι είναι αυτό που ξεχωρίζεις σ΄ ένα τραγουδιστή;
Πρώτα τη φωνή και την έκφραση, μετά αν έχει τον τρόπο, να σου μεταδώσει αυτό που ερμηνεύει και το πιο σημαντικό τις επιλογές του.
Αρκετοί υποστηρίζουν ότι το τραγούδι είναι ένα, δεν υπάρχουν όπως λένε «όχθες», όλα δηλαδή στο ίδιο τσουβάλι. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;
Εγώ είμαι με αυτούς, τους επίσης αρκετούς που λένε το αντίθετο. Φυσικά και υπάρχουν «όχθες», αλλά αν δεν τους αρέσει ο όρος, να τον πουν όπως αλλιώς θέλουν. Πες μου, ποιο σημερινό σουξεδάκι, τολμάει να μπει δίπλα στα αριστουργήματα του χθες αλλά και του σήμερα της ελληνικής μουσικής;
Τελευταία έχουμε δει διάφορες ετερόκλητες συνεργασίες τόσο σε επίπεδο δισκογραφίας όσο και σε ζωντανές εμφανίσεις. Εσένα ποια είναι η γνώμη σου;
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Εγώ τις ερμηνεύω ως κινήσεις πανικού. Σήμερα βλέπεις καλλιτέχνες με ιστορία, να συνεργάζονται με άλλους, που πριν από μερικά χρόνια τους στόλιζαν με διάφορα του τύπου ΄΄ατάλαντοι΄΄, ΄΄μετριότητες΄΄. Τι άλλαξε από τότε μέχρι σήμερα, ας μας το πουν οι ίδιοι. Πιστεύω ότι μια ΄΄ηλίθια΄΄ κίνηση είναι ικανή να σβήσει μια αξιόλογη πορεία.
Σε μια συνέντευξή του ο Πάνος Κατσιμίχας είχε πει ότι «παλιότερα με λιγότερα μέσα ενημέρωσης, το τραγούδι έφτανε πιο εύκολα στο κοινό, ενώ σήμερα με πληθώρα μέσων γίνεται το αντίθετο». Αν συμφωνείς, γιατί νομίζεις ότι συμβαίνει αυτό;
Συμφωνώ απόλυτα. Ξέρεις τι γίνεται, αρκετοί τραγουδιστές, βγάζουν δίσκους αλλά δεν τους αφήνουν να φτάσουν στον τελικό τους προορισμό, που είναι οι καρδιές των ανθρώπων. Πριν καλά-καλά κλείσουν τον κύκλο τους, νάσου και ο άλλος. Αυτό μάλλον συμβαίνει, γιατί αν δεν βγάλουν δίσκο κάθε έξι μήνες ή ένα χρόνο, δεν μπορούν να σταθούν πουθενά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η αγορά να πνίγεται από νέες κυκλοφορίες, οι τηλεοράσεις να βαράνε στο «δόξα πατρί» και ο κόσμος σε πλήρη σύγχυση. Άσε το άλλο, που με ένα δελτίο τύπου και καμιά τριανταριά διαφημιστικά, ο δίσκος γίνεται πλατινένιος!!! Σήμερα κανείς δεν γνωρίζει τις πραγματικές πωλήσεις ενός δίσκου.
Ποια είναι η καθημερινή σου σχέση με τη μουσική;
Η σχέση μου με τη μουσική είναι αληθινή και γνήσια. Η μουσική βάζει χρώμα στη ζωή μου, με συγκινεί και μου δημιουργεί μια ατμόσφαιρα ονείρου.
Είναι δύσκολο σήμερα να ανοίξουμε νέους δρόμους στο τραγούδι;
Πάντα υπήρχαν δυσκολίες για κάτι το καινούργιο. Όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Εγώ σήμερα βλέπω νέα παιδιά, που ψάχνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Επειδή όμως δεν υπάρχει προβολή, πρέπει να ψάξει κανείς για να βρει αυτά που μας προτείνουν μέσα από τις δισκογραφικές τους δουλειές. Ξέρεις, την εποχή που ξεκινούσα εγώ την ΄΄σπρωξιά΄΄ για να μπεις στο χώρο σου την έδιναν οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γείτονες. Τώρα πρέπει να σε θέλει που λένε…ο φακός.
Να υποθέσουμε ότι είσαι στην αναζήτηση υλικού για τον επόμενο δίσκο;
Μετά το « Ένα κομμάτι ουρανό» σε μουσική του Γιώργου Δεσποτίδη και σε στίχους του Ηλία Κατσούλη, αυτή την εποχή προετοιμάζω, την επόμενη δισκογραφική μου δουλειά. Ωστόσο πριν από λίγο καιρό κυκλοφόρησε ο δίσκος «Στο Νότο έρωτας φυσά» σε μουσική του Γιάννη Νικολάου, στον οποίο συμμετέχω με τέσσερα ακριβά! τραγούδια.
Σ΄ ευχαριστώ πολύ.
Και εγώ σ΄ευχαριστώ, από καρδιάς, για τη φιλοξενία στο Μετρονόμο.
Σχεδόν 20 χρόνια στην δισκογραφία
Σε λίγο ο Νίκος Ανδρουλάκης κλείνει 20 συναπτά χρόνια στην δισκογραφία. Διόλου αμελητέο, όχι μόνο για κάθε εποχή και καλλιτέχνη, αλλά και ιδιαίτερα τώρα που το μεγαλύτερο θαύμα διαρκεί στην Ελλάδα το πολύ πέντε μέρες, και στο τραγούδι ο πληθωρισμός πλήττει κυρίως τους τραγουδιστές. Προλαβαίνω την εύλογη ένσταση, ότι αν ρωτήσουμε σήμερα τον μέσο εγκέφαλο, τον τηλεοπτικά σαπουνισμένο, ποιος είναι ο Νίκος Ανδρουλάκης, μπορεί και να πάρουμε την απάντηση των δημοσκοπήσεων «δεν ξέρω, δεν απαντώ».
Γι’ αυτό ακριβώς ο Νίκος συνεχίζει δυο δεκαετίες απτόητος την δισκογραφική του πορεία. Γιατί αποδέσμευσε όχι μόνο την δισκογραφία αλλά από την πρώτη στιγμή και συνολικά την καριέρα του, από τον τηλεοπτικό θόρυβο, από το εφήμερο σουξεδάκι που δεν κλείνει εξάμηνο. Πολύ είπα, τα πιο πολλά φεύγουν ασαράντιστα! Όχι πως αδιαφορεί για την δημοσιότητα. Αυτό θα ήταν μέγιστο ψέμα, ακόμα και αν το πει ο πιο ασήμαντος, ή ο διασημότερος. Όποιος είναι κοντά του βλέπει με τι κόπο και πόσο προσεκτικά ο Νίκος Ανδρουλάκης χτίζει το πορτρέτο του.
Θέτει όμως αυστηρά κριτήρια και προτεραιότητες, που φαίνονται ιδιαίτερα στην δισκογραφία, σε κάνει να τον εκτιμάς σαν καλλιτέχνη αφού όλα αυτά καθρεφτίζονται στο έργο του. Περίπου μια ντουζίνα δίσκοι, με συμμετοχές, μα και προσωπικοί στους οποίους ιδιαίτερα θέλω να σταθώ όχι μόνο για τον αυτονόητο λόγο ότι αυτοί συνήθως συνιστούν την προσωπογραφία κάθε καλλιτέχνη, αλλά και επειδή υπερβαίνουν την συνήθη νοοτροπία του βάζω ένα ή δυο σουξέ και από εκεί και πέρα, όλα τα άλλα είναι γεμίσματα, που ανάθεμα και αν τα ακούσει μια φορά ο αγοραστής- ακροατής.
Οι προσωπικοί δίσκοι του Ν. Ανδρουλάκη χαρακτηρίζονται από την άλλοτε χαλαρή και άλλοτε πιο σφικτή ενότητα, σαν να είναι επιμέρους «κεφάλαια», που καθώς τα ακούς εικονογραφείται άμεσα η προσωπικότητα των δημιουργών, του ερμηνευτή, των εκτελεστών. Θα πείτε: «Πολύ φυσικά κάθε συνθέτης όταν γράφει, αναμετριέται με τον ψυχικό του κόσμο. Έχει σημασία ο τραγουδιστής να λέει άσματα, που συνάδουν με την διάθεση του;» Είναι ένα ακόμα, όχι και τόσο ασήμαντο στοιχείο, το οποίο κάνει μια δουλειά ελκυστική. Επειδή έχουμε μάθει σε δίσκους με κραυγαλέα αταίριαστα τραγούδια, δεν σημαίνει ότι ο τραγουδιστής δεν ερμηνεύει με την φωνή του ρόλους. Όταν οι συντελεστές του δίσκου συντονιστούν συναισθηματικά, προκύπτει σχετικά διαχρονικό έργο.
«Ένα φεγγάρι δρόμος», «Μυθικά καράβια», «Τα τιμαλφή», «Ένα κομμάτι ουρανό», οι προσωπικοί δίσκοι του Ανδρουλάκη. Είναι λίγοι για τόσο μακρόχρονη καριέρα; Δεν διακατέχεται από την πρεμούρα των περισσότερων σύγχρονων τραγουδιστών, να κυκλοφορούν πάση θυσία κάθε χρόνο ένα δίσκο. Για συνθέτη αυτό μπορεί να είναι απλώς ανεκτό, μα για τραγουδιστή ολέθριο. Αν όμως, παρόλα αυτά ο τραγουδιστής μένει στην σκηνή και δεν πάει σπίτι του, αν έχει κοινό με σχετικά λίγους δίσκους, τότε σημαίνει ότι μετράνε αυτός και τα τραγούδια που στόλισε με την φωνή του.
Σήμερα ο ακατάσχετος πληθωρισμός στην δισκογραφία πλήττει ιδιαίτερα τους τραγουδιστές, όχι μόνο γιατί σπανίζει το αξιόλογο έργο, αλλά και γιατί οι εταιρείες βγάζουν τον δίσκο κάποιου πρωτοεμφανιζόμενου τραγουδιστή και μετά, ανεξάρτητα αν έχει απήχηση ή όχι, «να περάσει ο επόμενος». Περιμένουν πολλοί… Ύστερα, έχει καταργηθεί ο σεβασμός προς τους ερμηνευτές, που με την φωνή χαρακτηρίζουν ένα τραγούδι. Τώρα αν πιάσει εμπορικά το κομμάτι, το λένε όλοι, το δισκογραφούν όπως (δεν) μπορούνε.
Και από αυτήν την άποψη έχει σημασία η πορεία του Ανδρουλάκη, που είναι επίμονος δουλευτής, ψάχνει διαρκώς να βρει καλά τραγούδια, και αυτά τα βρίσκει, ή τον βρίσκουν (δεν έχει και μεγάλη σημασία) και με την μορφή των συμμετοχών στην δισκογραφική δουλειά. Πάρτε παράδειγμα τον τελευταίο δίσκο του Γιάννη Νικολάου «Στο νότο έρωτας φυσά», ο Ν. Ανδρουλάκης ερμηνεύει τέσσερα όμορφα τραγούδια. Ο συνθέτης πατάει, δουλεύει στην κρητική μουσική και ανάμεσα στο κάτι που θυμίζει και στις καινούριες αναζητήσεις, «πετιέται» ο «Λογισμός», κατά την γνώμη μου το καλύτερο τραγούδι του δίσκου (στίχοι Χαρούλας Βερίγου), χωρίς να υστερούν «Της Παναγιάς η μέρα», «Ας ήμουν», κλπ.
Η συνεργασία με άξιους δημιουργούς, όπως ο Π. Θαλασσινός, ο Γ. Αρσενίδης, ο Γ. Δεσποτίδης, κ.ά., η πολυσυλλεκτικότητα των δίσκων δίνει άλλη ποιοτική διάσταση, χωρίς να διαταράσσει την όποια ενότητα του έργου. Ευτύχησε ο Ανδρουλάκης να συνεργαστεί με τον στιχουργό Ηλία Κατσούλη, ο οποίος ανανέωσε τα τελευταία χρόνια το στίχο στο λαϊκό ελληνικό τραγούδι, το μπόλιασε με την δική του κοινωνική διάσταση, χωρίς να υπολείπεται σε ευρηματικότητα και ομορφιά.
Δεν πιστεύω να υπάρχει απορία, γιατί γράφονται όμορφα τραγούδια, τα οποία είναι προορισμένα να έχουν σχετικά μικρό κοινό; Δεν φταίνε τα τραγούδια, αλλά το κοινό. Οι δημιουργοί και οι εκτελεστές κάνουν το κέφι, το δικό τους και της παρέας τους. Άνθρωπος της παρέας μας ο Νίκος Ανδρουλάκης πάντα τρέχει πρόθυμα όταν είναι να περάσουμε καλά. Από το 1980, όταν ακόμα μαθητής της Γ’ λυκείου έπαιρνε μέρος στο «Να η ευκαιρία» της κρατικής ΕΡΤ. Αλήθεια, πόσα από τα ψώνια των σημερινών κατ’ ευφημισμόν τηλεοπτικών «ακαδημιών τραγουδιού», θα κρατάνε μικρόφωνο και θα γράφουν δίσκους μετά 20 χρόνια; Βλέπετε, η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα, εκτός από την παρέα, που πάντα γλεντώντας το μεράκι της δίνει έργο. Απλό μέλος της παρέας ο Νίκος Ανδρουλάκης, ψάχνει διεξοδικά, πλην όμως χωρίς άγχος, τα… τιμαλφή για τον καινούριο του δίσκο.
ΗΛ. Β. ΚΑΠ.

τεύχος 21 (2006) - Νίκος Ανδρουλάκης


Περιεχόμενα
• Aκριβές στιγμές – Η κυρία Καίτη Νινιόν, του Ηλία Κατσούλη
• Οι εκδηλώσεις μας
• Άλλες εικόνες των τραγουδιών, του Γιάννη Σαμπά
• Η άνοιξη κι ο έρωτας χορεύουν στις καρδιές μας, του Αντρέα Καρζή
• Ελευθέριος Καμπουράκης ή Καστελολευτέρης, του Λευτέρη Γ. Μαυρογιαννάκη
• Σωτηρία Μπέλλου, του Χάρη Κοντού
• Ηλίας Λιούγκος, του Αντώνη Μποσκοάτη
• Δημήτρης Χριστοδούλου – Ο ποιητής και το τραγούδι, του Αντώνη Πετράτου
• Νίκος Ανδρουλάκης, του Θανάση Συλιβού
• Τίνος είναι βρε γυναίκα τα παιδιά; του Αλέξη Βάκη
• Δημήτρης Γκόγκος – Μπαγιαντέρας, του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
• Αθανάσιος Ευγενικός, του Ηλία Μπαρούνη
• Τα πρώτα τραγούδια του Λάκη Χαλκιά, του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
• Πίσω απ΄ τα όργανα:Ηλίας Μπουκουβάλας, του Γιώργου Αλτή
• Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία, του Ηλία Κατσούλη
• Τα διπλά τραγούδια, του Θοδωρή Βαλσαμίδη
• Αναγνώσεις
• Ακροάσεις
ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλα, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
Γιώργος Ζαμπέτας

21 Μαΐου 2007

τεύχος 20 (2006) - ΛΟΓΟ (Γιάννης Λογοθέτης)


5 Xρόνια Μετρονόμος

Ήταν τέλη της δεκαετίας του ΄90 όταν με το Νίκο Μακροδήμο, συγκάτοικο στα φοιτητικά χρόνια της Θεσσαλονίκης, συζητούσαμε την έκδοση ενός περιοδικού για την ελληνική μουσική. Δεν γνωρίζαμε πολλά πράγματα από το χώρο των εντύπων αλλά μας συνέπαιρνε η ιδέα. Ατέλειωτες συζητήσεις και ξενύχτια για το πώς θα μπορέσουμε να πραγματοποιήσουμε το όνειρό μας, άλλοτε στην Κεφαλονιά με το Νίκο που εργαζόταν εκεί ως δάσκαλος, και άλλοτε στην Αθήνα με τους φίλους μας Δημοσθένη Οικονομίδη και την Ευαγγελία Ακριβού που ως γραφίστες γνώριζαν τα τεχνικά θέματα και με πολύ προθυμία ήθελαν να συνεργαστούν. Μπορεί να μην υπήρχε η οικονομική άνεση αλλά το πάθος όλων μας ήταν αρκετό ώστε να στηθεί ο Μετρονόμος και τον Ιανουάριο του 2001 το πρώτο τεύχος των 28 σελίδων να είναι γεγονός. Εξώφυλλο ο Χρήστος Λεοντής που έζησε από κοντά τη δημιουργία του περιοδικού και προς τιμή του συνεχίζει να προσφέρει απλόχερα τη βοήθειά του όπως και ο Φώντας Λάδης που με τον τρόπο του στηρίζει την προσπάθειά μας.
Από το πρώτο τεύχος με τον Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη, τον Ηλία Κατσούλη και την υπόλοιπη παρέα βάλαμε τα δυνατά μας. Το ταξίδι είχε ξεκινήσει και μας γοήτευε. Στα πέντε χρόνια η παρέα αυτή μεγάλωσε αρκετά. Κι ο Μετρονόμος ξεπέρασε τα όρια της Αθήνας και έφτασε σε όλη την Ελλάδα αλλά και σε φίλους της ελληνικής μουσικής στο εξωτερικό. Σ΄ αυτό βοήθησαν, εκτός από τους συνεργάτες που αναφέρονται στη ταυτότητα του περιοδικού και πολλοί φίλοι (γεια σας, Πόπη, Χρυσούλα, Κωστάκη, Χρήστο, Κυριάκο, Ιορδάνη!) που στηρίζουν τον Μετρονόμο καθώς και όλοι εσείς οι αναγνώστες που με τη δική σας συμβολή κάθε φορά προχωράμε παρά πέρα. Σας ευχαριστώ.
Θανάσης Συλιβός
Περιεχόμενα

• Ακριβές στιγμές: «Τι πάθος ατελείωτο» ήτοι ο Μάρκος Βαμβακάρης
στα τραγούδια και στα ποιήματα, του Ηλία Κατσούλη
• Μετρονόμος – Οι εκδηλώσεις μας
• Μεταξύ των άλλων: Βαγγέλης Παπάζογλου - «Μην ανάψεις φως…»,
• Γιάννης Νικολάου, του Αντώνη Μποσκοϊτη
• Σίγησε το μπουζούκι του Σπύρου Λιόση
• Μαρίζα Κωχ, του Αντώνη Μποσκοϊτη
• Γιάννης ΛοΓοθέτης, του Θανάση Συλιβού
• Σοφία Βέμπο – Τραγούδαγε την Ελλάδα και όλη η Ελλάδα τραγουδούσε μαζί της, της Κατερίνας Κ. Πετρίδου
• Αφορμή μόνο ο δίσκος του Νικόλα Παπάζογλου, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
• Νίκος Τζάρας – Ένας «ημίθεος» της παραδοσιακής μουσικής,
του Ανδρέα Καρζή
• Ο «άλλος» Άκης Πάνου, του Τάσου Κουτσοθανάση
• Ρένα Στάμου (δεύτερο και τελευταίο μέρος), του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
• Πηλιορείτες παιχνιδιάτορες, επιμέλεια: Ηλίας Βολιότης - Καπετανάκης
• Κώστας Τριπολίτης – Αν τα πολλά λόγια είναι φτώχια, ιδού ένας πλούσιος άνθρωπος, του Σπύρου Κουρκουνάκη
• Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
Γραμμόφωνα, ραδιόφωνα, πικ-απ, και ηλεκτρόφωνα,
επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
• Πίσω από τα όργανα: Γιάννης Παλαιολόγου, του Γιώργου Αλτή
• Τα «διπλά» τραγούδια, του Θόδωρου Βαλσαμίδη
• Αναγνώσεις
• Ακροάσεις
ΕΝΘΕΤΟ
Εξώφυλλα, μουσικές και αναμνήσεις από τις 45 στροφές
Γιάννης Μαρκόπουλος

Και μαζί το cd «Ο ΛοΓό τραγουδάει ΛοΓό» - 5 συλλεκτικές ηχογραφήσεις

20 Μαΐου 2007

τεύχος 19 (2005) - Σταύρος Κουγιουμτζής


Περιεχόμενα
  • Σταύρος Κουγιουμτζής – Αφιέρωμα
  • Μουσικό οδοιπορικό
  • Ο ζηλωτής της αξιοπρέπειας, του Μιχάλη Μπουρμπούλη
  • Ένας αγωνιστής της ζωής, του Λευτέρη Παπαδόπουλου
  • Ο δάσκαλος μου, του Αντρέα Καρακότα
  • «Ένας κόμπος η χαρά μου»..., του Θανάση Συλιβού
  • Για τον Σταύρο Κουγιουμτζή
  • Σελίδες: Στ. Κουγιουμτζής – Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά παντζούρια, επιμέλεια: Πόπη Σκούμπαφλου
  • Δισκογραφία Σταύρου Κουγιουμτζή στις 45 και 33 στροφές
  • Ακριβές στιγμές:O Ευάγγελός μου
  • Στον Βαγγέλη και την Αγγέλα Παπάζογλου πάλι και πάλι… του Ηλία Κατσούλη
  • Γιώργος Ζωγράφος - Ο πρωτοπόρος του «Νέου Κύματος»
  • Βίκυ Μοσχολιού – Το φεγγάρι δεν χάθηκε, του Τάσου Κουτσοθανάση
  • Λιζέτα Καλημέρη, του Αντώνη Μποσκοϊτη
  • Federico Garcia Lorca – Ένας Ισπανός Έλληνας ή ένας Έλληνας Ισπανός; του Σπύρου Κουρκουνάκη
  • Μανώλης Δημητριανάκης, της Σοφίας Γκαγκάκη
  • Φώτης Αργυρόπουλος – Ένας σημαντικός καλλιτέχνης
    του θεάτρου και της μουσικής, του Ηλία Μπαρούνη
  • Νερό – βρύσες – πηγάδια στη δημοτική μας παράδοση,
    του Ανδρέα Καρζή
  • Ρένα Στάμου (α΄ μέρος), του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Ο ζωγράφος Γιώργος Καφενταράκης, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:
  • Γραμμόφωνα, ραδιόφωνα, πικ-απ, και ηλεκτρόφωνα,
    επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
  • Πίσω από τα όργανα: Γιάννης Σαρίκος, του Γιώργου Αλτή
  • Αναγνώσεις
  • Ακροάσεις

τεύχος 18 (2005) - Νίκος Ξυδάκης




Περιεχόμενα
  • Αφιέρωμα στον Πάνο Γεραμάνη
    "Ξύπνησα νύχτα και μες στη σκέψη μου άναψαν φώτα..." του Ηλία ΚατσούληΠάνος Γεραμάνης: "Το ρεμπέτικο είναι μια ανάγκη κοινωνική..." της Σοφίας ΓκαγκάκηΟ αγαπησιάρης Πάνος Γεραμάνης που γνώρισα, του Αλέξη Βάκη
  • Χρήστος Λεοντής - "Αριστοφάνης - Χελιδών ηδομένη ..! και τραγούδια ευφρόσυνα"
  • Μάνος Ελευθερίου: ο στιχουργός "συλλέκτης αισθημάτων και αναμνήσεων", του Διονύση Καρατζά
  • Μίκης Θοδωράκης - Φώντας Λάδης: "Γράμματα από τη Γερμανία" του Θανάση Συλιβού
  • Το Φεστιβάλ Τραγουδιού και η ιστορία του
  • Νίκος Ξυδάκης, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Η άλλη, η περίεργη αίσθηση του δίσκου! του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Γιώργας Φωτίδας: Λίγα αλλά όμορφα και δημοφιλή άσματα, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Κατερίνα Τσιρίδου
  • Ηπειρώτες παιχνιδιάτορες, του Ανδρέα Καρζή
  • Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία: «Θα σε γυρίσω σε κέντρα λαϊκά» (μέρος τρίτο: ... τα ύποπτα) επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
  • Σελίδες: Δανάη Στρατηγοπούλου - Αττίκ, επιμέλεια: Πόπη Σκούμπαφλου
  • Πίσω από τα όργανα: Μάκης Μαυρόπουλος, του Γιώργου Αλτή
  • Αναγνώσεις
  • Ακροάσεις

Συνέντευξη Αργύρη Μπακιρτζή - τεύχος 17 (2005)

Αργύρης Μπακιρτζής
«Με τους Χειμερινούς Κολυμβητές νιώθω και ενεργώ σα να είμαι 20χρονών!»
του Αντώνη Μποσκοΐτη
Ο Νίκος Παπάζογλου, νομίζω, είχε αναφερθεί στην ιδιότυπη φωνή του, λέγοντας ότι ακούγεται «σα να βγαίνει από... μπουρί». Από την εποχή του Διονύση Σαββόπουλου με το Φορτηγό, είχε να ακουστεί τέτοια ακατέργαστη κανταδόρικη φωνή στην ελληνική μουσική, αν και όπως μας εκμυστηρεύτηκε ο Αργύρης Μπακιρτζής, οι ρίζες της δημιουργίας των Χειμερινών Κολυμβητών κοιτούν προς τα πίσω, στα 1965, όταν δηλαδή ο συνοδοιπόρος του, Ισίδωρος Παπαδάμου, του χάρισε το πρώτο του μπουζούκι!
Τελευταία δισκογραφική εμφάνιση η συμμετοχή του στο άλμπουμ Θέλω να πάρω τα βουνά σε μουσική του Θόδωρου Θεοδωρίδη και στίχους, κυρίως, του Καβαλιώτη ποιητή του 19ου αι. Ανδρίκου Βέττα.
Πώς συντελέστηκε η πρώτη σας επαφή με την τέχνη της μουσικής;
Μια πρώτη πολύ έντονη μουσική συγκίνηση οφείλεται στα δημοτικά μακεδονίτικα τραγούδια, που άκουγα επί σειρά ετών από το Α΄ Πρόγραμμα του ΡΣ Μακεδονίας. Τα παρουσίαζε τότε το συγκρότημα των Παπαγεωργίου, Κουφογιάνκου, Σαμαρά, Τσίτρα, Καραβάρα και Καραθανάση με συνοδεία ντόπιων εκτελεστών. Πολύ μικρός, επίσης, άκουγα τον αδελφό του πατέρα μου, ονόματι Κώστα και δάσκαλο στο επάγγελμα, που έμενε τότε μαζί μας, να παίζει το βιολί του.
Και ποια ήταν τα ακούσματα που καθόρισαν την πορεία σας;
Δημοτικά της Μακεδονίας όπως είπα, αλλά και πολίτικα, σμυρναίικα, Μάρκος, Γιοβάν Τσαούς, Κατσαρός, παραδοσιακά Ιταλίας και κυρίως της Ρώμης. Χάλκινα Δ. Μακεδονίας, Θεοδωράκης, για να περιοριστούμε στη γειτονιά μας.
Και οι Χειμερινοί Κολυμβητές; Πότε προέκυψαν; Σχέση ζωής πλέον.
Το 1965, σε ένα πάρτι της αδερφής του Ι. Παπαδάμου, συμμαθήτριας μου στο δημοτικό και συμφοιτήτριας μου στο Πολυτεχνείο, ο μικρός αδερφός της Ισίδωρος, 15 χρονών τότε, μου χάρισε το πρώτο μου μπουζούκι. Έτσι δημιουργήθηκε θα έλεγα ο αρχικός πυρήνας του συγκροτήματος. Εγώ τότε ήμουν 18 ετών, ένιωθα πως είχε περάσει πολύς καιρός και όταν του είπα «νέος ήθελα να μάθω μπουζούκι, αλλά τώρα πέρασαν τα χρόνια», χωρίς δεύτερη κουβέντα μου χάρισε το ένα απ' τα δύο που είχε.
Τρελαμένο όνομα για συγκρότημα το Χειμερινοί Κολυμβητές! Πώς σας ήρθε;
Το έχω πει πολλές φορές και θα το ξαναπώ, πρόκειται για ένα όνομα που το φορτωθήκαμε από τη ραθυμία μας. Είναι πολύ φανερό το συμβολικό του περιεχόμενο και δε θα το επιλέγαμε, αλλά δεν επιλέξαμε κάποιο άλλο κι έτσι μας ονόμασαν, καλώντας μας για συναυλίες, από το όνομα του πρώτου μας δίσκου. Πολλά συγκροτήματα έχουν πάρει το όνομα του πρώτου τους δίσκου, όπως αυτό των συνεργατών της κυρίας Γιαννάτου, ανάμεσα στους οποίους είναι και οι Χειμερινοί Κολυμβητές Μιχάλης Σιγανίδης και Κώστας Βόμβολος, Primavera en Salonico. Πάντως, όταν κάποια στιγμή μετονομαστούμε, ίσως πάρουμε το όνομα Κασμάδες.
Νιώθετε να' χει αλλάξει κάτι απ' την πρώτη βουτιά των Χειμερινών Κολυμβητών μέχρι σήμερα; Σας ικανοποιεί η πορεία του ελληνικού τραγουδιού;
Το ταξίδι καλά κρατεί από το 1965. Η πρώτη μας συναυλία δόθηκε πολλά χρόνια αργότερα, στις 31.5.1981 και ο πρώτος μας δίσκος εκδόθηκε τον επόμενο Δεκέμβρη. Σε τόσα χρόνια είναι λογικό να αλλάξουν πράγματα. Τότε ήμασταν όλοι «ελεύθεροι» εκτός από έναν. Τώρα είμαστε όλοι παντρεμένοι κι αυτός «ελεύθερος». Έστω και ανεπαίσθητα, σιγά-σιγά με το πέρασμα του χρόνου, αισθάνεσαι την εγκαθίδρυση ενός φόβου. Όμως πάντα, όταν είμαστε μαζί, νιώθω και ενεργώ σα να είμαι 20 χρονών! Γενικά, η διατήρηση του συγκροτήματος αυτού επί 40 χρόνια είναι μια ευλογία, ένα δώρο ζωής που μερικές φορές αναρωτιέμαι αν το αξίζω. Σε ότι αφορά το δεύτερο σκέλος της ερώτησης, είμαι μάλλον παλαιομοδίτης και όχι πολύ ενημερωμένος. Τα δημοτικά και τα ρεμπέτικα είναι τόσο αληθινά και μοντέρνα, τη στιγμή που τα σημερινά δυσκολεύονται να πείσουν γι' αυτό που είναι. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν ωραίες παρουσίες και ανθρώπινα τραγούδια - πραγματικές ευωδιές σ' ένα δύσοσμο περιβάλλον.
Γιατί επιλέξατε την αρχιτεκτονική ως «επίσημο» επάγγελμα;
Ας όψεται ο κ. Σάββας, καθηγητής ανατομίας στην Ιατρική Σχολή του ΑΠΘ, που έκοβε τους πάντες και δεν ήθελα καθόλου να με βασανίσει. Είχα περάσει με πολύ καλή σειρά στην Ιατρική, με 9 ½ αν θυμάμαι καλά.
Εκτός από τη μουσική και την εργασία, περιγράψτε μας μια μέρα σας στην Καβάλα.
Πολύ δουλειά και πολύ οικογένεια. Η δουλειά είναι πολύ ευχάριστη και ενδιαφέρουσα, φροντίζουμε κάστρα, εκκλησίες, τζαμιά, υδραγωγεία, βάφουμε παλιά σπίτια. Το μεσημέρι, όταν δεν έχει νοτιά και δε βρέχει, τρέχω στη θάλασσα για μπάνιο. Μετά, μέχρι το βράδυ είμαι με τα παιδιά. Κλέβω λίγο χρόνο ή μαζί τους κουβαλάω ξύλα, φροντίζω τον μπαξέ, κάνω καμιά κατασκευή. Όταν κοιμούνται, εγώ είμαι πτώμα. Κοιμάμαι πολύ αργά και μια στις δεκαπέντε, ξυπνώ το μεσημέρι και αναπληρώνω.
Στο τελευταίο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είδα και τη νέα ταινία του Σταύρου Τσιώλη, που συμμετείχατε. Παρακολουθείτε γενικά σινεμά;
Σινεμά πάμε σπάνια. Έρχονται όλο κάτι απίθανα έργα με βρυκόλακες ή απ' τ' άλλα τα εμπορικά, που δε βλέπονται. Το πολύ η Τροία, άντε και το τελευταίο του Σκορσέζε ελέω Ντι Κάπριο. Το Ω, αδερφέ που είσαι; των Κοέν ούτε να περάσει απ' το μυαλό σας! Να προσπαθούσε, κανείς δε θα μπορούσε να κάνει τέτοιες επιλογές. Έτσι, κάπου-κάπου πηγαίνουμε για σινεμά στη Θεσσαλονίκη ή τη Δράμα, όπου ο αγαπητός μηχανικός προβολής Ηλίας απ' τις Κρηνίδες, ανέλαβε τα Αστέρια και κάνει πολύ καλό πρόγραμμα προβολών. Για να μην είμαι όμως άδικος, εδώ και μερικές βδομάδες βλέπω λίγο φως. Να δούμε...
Σε μια εποχή που οι περισσότεροι αποζητούν την εφήμερη λάμψη και τις δημόσιες σχέσεις, εσείς πως και παραμένετε.. εκτός μάχης;
Από μάχες, άλλο τίποτα, αφού στη δουλειά μου βρίσκομαι συνέχεια απέναντι σε οικοπεδο-οικοδομικές κομπίνες. Και τις δημόσιες σχέσεις δε μπορώ να τις αποφύγω, αφού ξέρω πολύ κόσμο. Όμως δεν τις καλλιεργώ, γιατί είναι βαρετές και σημαίνουν χάσιμο χρόνου. Να πω ότι ορισμένα μέλη του συγκροτήματος έχουν εμφανιστεί με άλλα σχήματα και στο Μέγαρο Μουσικής ή στην τηλεόραση, σε εκπομπή της κυρίας Τσουκαλά και αλλού.
Πως ορίζετε την επιτυχία;
Μια καλή επιλογή κονιάματος, μια λύση σ' ένα αισθητικό πρόβλημα οικοδομικής φύσης, οριακά αποδεκτή επιστημονικά, που όμως πείθει. Κάτι που σε ζόρισε και η λύση του σε γεμίζει χαρά. Θεωρώ δεδομένο, τέλος, πως η επιτυχία αποτελεί και ένα τίμημα αποτυχίας και πως ορισμένα μέσα προβολής, όπως η τηλεόραση, σε εκθέτουν κυρίως στον εαυτό σου. Υπό αυτή την έννοια, δεν αρνούμαι ποτέ συνέντευξη στο ραδιόφωνο, αποφεύγω όμως όσο μπορώ τις συνεντεύξεις σε περιοδικά που ζητούν και φωτογραφία σου.
Για ποιο λόγο εμφανίζεστε σπάνια, μολονότι γεμίζετε τις αίθουσες μουσικής;
Αν κρίνω από τη ζήτηση, θα μπορούσαμε να εμφανιζόμαστε περίπου διπλάσιες φορές, όχι περισσότερες. Δε συνεργαζόμαστε με τουριστικά γραφεία, δεν έρχονται ομαδικά μέλη συλλόγων, σχολείων και ΚΑΠΗ, δεν ξαναπηγαίνουμε σε κέντρα μίζερα προς τους μουσικούς. Μια βραδιά ζήτησα ένα ποτό ακριβό –δεν υπήρχε φαίνεται «αντίγραφο» του– σε μαγαζί της Αθήνας, στο οποίο είχαμε εμφανιστεί για πολλές βραδιές με πολύ μεγάλη επιτυχία, βγάζοντας ελάχιστα κι αυτοί πάρα-πάρα πολλά και μου απάντησαν ότι δεν είχαν ανοιχτό μπουκάλι. Θα μας άρεσε να εμφανιζόμαστε σε ΚΑΠΗ, αφού σε ένα που παίξαμε, εδώ στην Αττική, αρχίσαμε στις 20.30, τελειώσαμε στις 22.30 και σαν άνθρωποι πήγαμε και φάγαμε σε μία ταβέρνα. Σας γνωρίζω ότι εμφανιστήκαμε στις Σέρρες, υποθέτοντας ότι θα αρχίσουμε γύρω στις 21.30. Ε, λοιπόν, αρχίσαμε στις 1.30 μετά τα μεσάνυχτα, γιατί έτσι συνηθίζεται μας είπαν...
Θα λέγατε ότι σας ταιριάζει ο χαρακτηρισμός του «αντικομφορμιστή»;
Με πάτε για κράξιμο;

19 Μαΐου 2007

τεύχος 17 (2005) - Αργύρης Μπακιρτζής


Περιεχόμενα
  • Ακριβές στιγμές:Κάποια τραγούδια με κάνουν και κλαίω
    (μνήμη Σταύρου Κουγιουμτζή,) του Ηλία Κατσούλη
  • Σελίδες: Γρηγόρης Μπιθικώτσης – Εγώ ο σερ, επιμέλεια: Πόπη Σκούμπαφλου
  • Τρίφωνο, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Σπύρος Σαμοϊλης, του Τάσου Κουτσοθανάση
  • Μακρινά Ξαδέλφια, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Αλέκος Σακελάριος – Ο γραφιάς, του Σπύρου Κουρκουνάκη
  • Δημήτρης Φάμπας – Πάθος για την κιθάρα, του Θανάση Συλιβού
  • Ο καημός και το τραγούδι, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Αργύρης Μπακιρτζής, του Αντώνη Μποσκοΐτη
  • Τα ψωμιά του γάμου, του Ανδρέα Καρζή
  • Στράτος Παγιουμτζής – Ο παραγωγικότερος τεμπέλης, του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη
  • Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ -«Η πόλη μου οι ρίζες μου»
    Γιάννης Τζιβάνης – Μια γνήσια λαϊκή φωνή της δεκαετίας του ΄50,
    του Ηλία Μπαρούνη
  • Ανθολόγιο μουσικών αισθημάτων από την ελληνική πεζογραφία:«Θα σε γυρίσω σε κέντρα λαϊκά» (μέρος δεύτερο) επιμέλεια: Ηλίας Κατσούλης
  • Πίσω από τα όργανα: Φαίδων Λιανουδάκης, του Γιώργου Αλτή
  • Τύπος Περιοδικός
  • Αναγνώσεις
  • Ακροάσεις
  • Επικοινωνία

Συνέντευξη Αρλέτας - τεύχος 16 (2005)

Αρλέτα
«Αν δε μπορεί το τραγούδι να σταθεί με ένα όργανο και μία φωνή, δε νομίζω πως είναι τραγούδι»
του Αντώνη Μποσκοΐτη
Της Αρλέτας δεν της αρέσουν οι συνεντεύξεις, οι ταμπέλες και η παρελθοντολογία. Το πρώτο μου το δικαιολόγησε απόλυτα, λέγοντας πως όταν φτάνουμε στο ζουμί μιας κουβέντας, συνήθως έχει ήδη τελειώσει η συνέντευξη. Τα άλλα δύο ξεπεράστηκαν, αφού στη δική μας περίπτωση οδηγηθήκαμε σε μια ενδιαφέρουσα συζήτηση εφ' όλης της ύλης με εύλογες αναφορές στο Νέο Κύμα, την προσωπική της περιπλάνηση στο τραγούδι, αλλά και τα σημερινά καλλιτεχνικά δρώμενα.
Πηγαίνοντας νοερά 40 χρόνια πίσω και δεδομένου ό,τι πολλά έχουν αλλάξει, τι ήταν τελικά για σας η περίοδος του Νέου Κύματος;
Ένας τίτλος, τον οποίο αποποιήθηκα εξ αρχής. Γι' αυτό και στον πρώτο μου δίσκο, άλλωστε, είχα ζητήσει να μη μπει απάνω η ταμπελίτσα της Λύρα που έλεγε Νέο Κύμα. Από ‘κει και πέρα, νομίζω πως η ουσία του Νέου Κύματος έχει διαχυθεί μέσα στο ελληνικό τραγούδι και μπορεί να τη μυριστεί κανείς μόνο αν ασχοληθεί ουσιαστικά μ' αυτό. Διαφορετικά, ο καθένας μπορεί να λέει ότι θέλει.
Άχαρο πράγμα οι ταμπέλες, συμφωνώ, όμως κι εσείς ασχοληθήκατε με διαφορετικά μουσικά ρεύματα μέσα στα χρόνια...
Ό,τι έχω κάνει στη ζωή μου έχει έρθει, έχει συμβεί και τίποτα δεν είχα προσχεδιάσει. Εμένα όλα μου τα εγκλήματα, ήταν εγκλήματα πάθους και όχι προμελέτης. Ζω τη μουσική, με την έννοια ότι προσπαθώ να την ακούω μέσα μου και πολύ περισσότερο όταν ήμουν νεότερη.
Ακούτε σήμερα μουσική, ελληνική ή ξένη;
Ακούω τα πάντα. Ελληνική μουσική μου είναι λίγο δύσκολο ν' ακούσω, γιατί στενοχωριέμαι πολύ. Ακούω δηλαδή καλά πράγματα για κάποιους κι όταν ακούω και τη μουσική τους, δε μου λέει τελικά πολλά πράγματα. Πιστεύω όμως ότι έχει προοδεύσει αρκετά η ορχηστρική ελληνική μουσική. Θα μπορούσα, έτσι ενδεικτικά, να αναφέρω το Βασίλη Ρακόπουλο με τη Ρωξάνη και το Χορό των Πυρσών. Το θέμα είναι ότι οι Έλληνες μουσικοί έχουν το ίδιο πρόβλημα με όλους τους άλλους Έλληνες καλλιτέχνες, την έλλειψη πραγματικής επαφής με το σύνολο. Και η τέχνη θέλει να βουτήξεις σ' αυτήν από μικρός.
Το ζήτημα λέτε λοιπόν πως είναι μια ευρύτερη παιδεία.
Ακριβώς και δεν εννοούμε μόνο μουσική παιδεία. Μια γενικότερη καλλιέργεια, η οποία έχει υποτιμηθεί ιδιαίτερα εδώ στην Ελλάδα. Ο όρος μάλιστα «κουλτουριάρης» ήρθε κι έβαλε την ταφόπλακα... Κάποιος μπορεί να ενημερώνεται και να πληροφορείται πλήρως, η κατάκτηση της γνώσης, όμως, είναι δύσκολη υπόθεση. Απαιτεί δασκάλους, σύνολο, χώρους όπου νεότεροι και παλιότεροι βρίσκονται μεταξύ τους και κάνουν μεταγγίσεις.
Σάμπως κι αυτή η κουβέντα που κάνουμε, μετάγγιση δεν είναι;
Έστω, αυτή η κουβέντα. Είμαι πολύ του τετ-α-τετ άνθρωπος, δεδομένου ότι αν με βάλεις σε ένα χώρο με πολλούς, άλλης ηλικίας, μπορεί και να τα χάσω τελείως. Εκτός κι αν τραγουδάω. Το τραγούδι είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας μου, εφόσον δε διαθέτω καθόλου τη βίδα της επιβολής. Στην Ελλάδα, βλέπεις, οι όροι «δάσκαλος - μαθητής» και «διδάσκων - διδασκόμενος» έχουν παρεξηγηθεί σε σημείο αφάνταστο! Εγώ μαθαίνω από εσένα κι εσύ από εμένα, αυτό το πράγμα είναι μέθεξη.
Μιλώντας πριν για ορχηστρική μουσική, αληθεύει πως το «Tubular Bells» του Mike Oldfield υπήρξε από τους αγαπημένους σας δίσκους;
Όχι απλά αγαπημένος, έχω διασχίσει ολόκληρη την Ευρώπη ακούγοντας τον! Αυτόν και το «Take a walk on the Wild Side» του Lou Reed! Είχα πάντα μεγάλη αγάπη στους εξαιρέσιμους καλλιτέχνες, δηλαδή μου αρέσει πολύ ο Tom Waits, ο Leonard Cohen. Ο τελευταίος ειδικά είναι βαθύτατα ποιητικός, για να είναι ένας απλός τραγουδοποιός. Υπάρχουν κι άλλοι που έχουν αυτή την ιδιότητα, όχι πολλοί κι είναι κάτι αγριοροκάδες ή κάτι πρώην πάνκ κ.λπ. Μη γυρεύουμε σε λάθος μέρος τα πράγματα.
Είπατε πως το τραγούδι είναι ο μόνος τρόπος επικοινωνίας σας. Εντούτοις, ζωγραφίζετε. Θεωρείτε τη ζωγραφική μια πιο μοναχική μορφή τέχνης;
Μα, είναι ούτως ή άλλως πιο μοναχική. Δεν αναφέρομαι στα εικαστικά γενικότερα, που τώρα τελευταία έχουν μπλεχθεί με το σόου, αλλά στη ζωγραφική, η οποία διαθέτει τη δική της εσωτερική κίνηση. Αυτήν σπούδασα και σ' αυτήν θα καταλήξω, αν επιβιώσω. Είναι η πρώτη μου αγάπη!
Γράφετε καινούργια τραγούδια αυτή την περίοδο;
Όχι.
Έχετε υλικό που θα μπορούσε κάποια στιγμή να εκδοθεί;
Και ναι και όχι, διότι δε θυμάμαι ποτέ τι κάνω. Το ανακαλύπτω ξανά, όταν σκαλίζω συρτάρια και το αναγνωρίζω απ' το γραφικό χαρακτήρα, αν δεν έχει αλλάξει κι αυτός.
Πως γράφετε τα τραγούδια σας, βγάζετε νότες;
Θα ήθελα πάρα πολύ να' χω σπουδάσει και την επιστήμη της μουσικής, αλλά δεν έτυχε. Κι αυτό πρέπει να γίνει πολύ νωρίς και πολύ σωστά.
Τι γνώμη έχετε για το τραγούδι όπως αποδίδεται ζωντανά στις μέρες μας;
Για μένα η ελληνική μουσική κατά 90% είναι τραγούδι. Προτιμώ έτσι να το ακούω ζωντανά, όταν υπάρχουν βέβαια οι κατάλληλες συνθήκες. Ένα είδος τραγουδιού που μου αρέσει πολύ είναι το ρεμπέτικο, αλλά σπανίως το ακούω όπως θα το ήθελα. Εννοώ ότι προτιμώ ένα πιο σπάνιο ρεπερτόριο, εφόσον συνήθως ακούμε τα ίδια και τα ίδια και μάλιστα σε εκτελέσεις άχρωμες, άγευστες και άοσμες. Το ρεμπέτικο αποτελεί επίσης διασκέδαση, την οποία εγώ είχα προλάβει ατόφια προς το τέλος της. Εκεί, όπου έβλεπες ανθρώπους να χορεύουν κι όχι να πατάν σταφύλια. Ηλικιωμένους σε ζεϊμπέκικα που τάραζαν την ψυχή σου και νεότερους που προσπαθούσαν να μάθουν. Συγνώμη που το λέω έτσι, αλλά αίσθηση μου είναι ότι σήμερα το λαϊκό τραγούδι αντιμετωπίζεται σαν κάτι μεταξύ μπαλέτου και γυμναστικής, χωρίς γυμναστική.
Υπάρχει κάποιο live συναδέρφου σας που είχατε δει και εντυπωσιαστεί;
Μια φορά είχα δει τον Πουλικάκο σε παράσταση του Σαββόπουλου, όπου τραγούδησε το Υπάρχω του Καζαντζίδη και πιστεύω ότι τέτοιο πράγμα δεν είχα ξανακούσει! Ήταν ένα εσωτερικό, πραγματικό και όχι απλά ηχητικό πείραγμα! Η ουσιαστική κόντρα του Πουλικάκου μ' ένα φασιστικότατο τραγούδι! Στον έρωτα και στον πόλεμο, λένε, όλα επιτρέπονται κι αυτό το τραγούδι είναι πολεμοχαρέστατο.
Μου θυμίσατε το στόρι από μια ταινία μικρού μήκους ενός φίλου κινηματογραφιστή, του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, όπου ταύτιζε τη σεξουαλική πράξη με έναν αγώνα μποξ.
Άκουσε, δε νομίζω πως η φύση ή ο καλός θεός έκανε δισεκατομμύρια χρόνια να μας φτιάξει, ώστε να είμαστε χειρότεροι απ' τα πιθήκια. Αν κι έχω διαψευστεί, εξακολουθώ να είμαι πολύ αισιόδοξη για το ανθρώπινο είδος. Λοιπόν, ασ' το καλύτερα, γιατί πονάει...
Ο Χρήστος ο Θηβαίος μου έλεγε πως τον είχε στιγματίσει μια συμβουλή σας, όταν σας είχε δώσει ν' ακούσετε τραγούδια του, στο ξεκίνημα του. Του είχατε πει πως η φήμη για έναν καλλιτέχνη δεν είναι τελικά τόσο καλό πράγμα.
Υπάρχει ένα ακόμη πιο επικίνδυνο πράγμα απ' την αποτυχία, η επιτυχία! Είναι πολύ πιο διαβρωτική η επιτυχία. Στην αποτυχία πρέπει να κρατάς το μυαλό σου, ενώ στην επιτυχία την ψυχή σου. Δε νομίζω ότι είναι δική μου αυτή η φράση, εγώ απλά έχω ζήσει πολύ έντονα και τα δύο και εντελώς απροετοίμαστη.
Ας πάμε λίγο πίσω πάλι. Ένας δίσκος σας που ξεχωρίζω ήταν το Romancero Gitano του Θεοδωράκη και του Λόρκα. Δεν ήταν τολμηρό μέσα στον μεγαλοϊδεατισμό της Μεταπολίτευσης να σκάσει ένας δίσκος, ένα κλασικό ελληνικό έργο με δύο κιθάρες;
Ο πιο ερωτικός, θα έλεγα αισθησιακός, κύκλος του Μίκη Θεοδωράκη. Κι ένας δίσκος - άθλος για το Ρακόπουλο, γιατί έπαιξε αφότου είχα παίξει εγώ. Εκτός από δύο τραγούδια δεν είχαμε παίξει μαζί κιθάρες. Δεν ήθελα έναν κλασικό κιθαρίστα, αλλά ένα μουσικό με την ευαισθησία του Βασίλη. Κι αυτή η ευαισθησία χαρακτηρίζει τους τζαζ κυρίως μουσικούς, το να «πιάνουν» και να συνομιλούν με τον άλλον. Γι' αυτό και οι περισσότεροι μουσικοί που χρησιμοποιώ έχουν τζαζ επιρροές και εμπειρίες. Πολλοί άνθρωποι, επίσης που τους εμπιστεύομαι, ξεχωρίζουν αυτή τη δουλειά, όπως κι έναν άλλο δίσκο μου για φωνή, κιθάρα και κουαρτέτο εγχόρδων, το Ζητάτε να σας πω.
Ξεκινήσατε στα μέσα του 1960 με μια κιθάρα και τη φωνή σας. Την ίδια περίοδο στην Αμερική μεσουρανούσε η Joan Baez.
Η μπαλάντα ή ένας άνθρωπος με ένα όργανο δε νομίζω πως ήταν μόνο η Baez. Αν δε μπορεί το τραγούδι να σταθεί με ένα όργανο και μία φωνή, δε νομίζω πως είναι τραγούδι. Είναι άλλο είδος, πολύ ωραίο, πολύ ενδιαφέρον, αλλά ενδεχομένως όχι τραγούδι.
Μιλήστε μας για τα «Δόντια πυκνά». Πρόκειται για το γνωστό ηπειρώτικο τραγούδι, που εσείς ξαναφέρατε στην επιφάνεια.
Την εποχή των μπουάτ όλοι τραγουδούσαμε δημοτικά. Κι εγώ, με δημοτικά και οπερέτες μεγάλωσα. Πιστεύω όμως πως το δημοτικό, όπως και το λαϊκό, είναι σαν το φαγητό. Το πάρα πολύ καρύκευμα του κάνει κακό. Όλα αυτά τα δήθεν και τάχα μου, οι τσαλκάντζες, δεν έχουν καμία σχέση με την ελληνική μουσική, ούτε καν με την ανατολίτικη. Προέρχονται απ' τη μαύρη μουσική, η οποία, κατά τα άλλα, μου αρέσει πολύ. Για να ανακατώνεις τα είδη πρέπει να είσαι πάρα πολύ μάγκας.
Καταλαβαίνω πως δεν κάνετε κέφι τα βαρύγδουπα, όμως η Τρίτη Ανθολογία του Σπανού ήταν ένας οριακός δίσκος της ελληνικής μουσικής...
Όντως, έχω μια απέχθεια στα βαρύγδουπα, αλλά αυτή ήταν μία εξαιρετική δουλειά, η οποία άργησε να πάρει μπρος. Εννοώ ότι έκανε περίπου ένα χρόνο να ξεκινήσει την εμπορική τροχιά της. Αυτό έχει συμβεί και με πολλούς άλλους δίσκους. Η Τρίτη Ανθολογία μέχρι τους έξι πρώτους μήνες, δεν πούλαγε καθόλου. Θυμάμαι τον Πατσιφά να λέει «κρίμα τόσος κόπος, ρε παιδάκι μου», αφού η όλη ιστορία του δίσκου ψηνόταν τρία - τέσσερα χρόνια. Εγώ τότε ήμουν τσακωμένη με τη Λύρα και ο Πατσιφάς έδωσε γη και ύδωρ για να συμμετάσχω. Ο Καράλης υπήρχε εξ αρχής στο δίσκο και έμεινε. Εγώ μάλλον ήρθα φορετή, αν υπολογίσουμε πως τα κομμάτια αρχικώς προορίζονταν για άλλη ερμηνεύτρια.
Ποια θεωρείτε σημαντικότερη δουλειά σας;
Το Ένα καπέλο γεμάτο τραγούδια. Κι αυτό, διότι εκεί ήμουν εγώ, είπα αυτό που ήθελα να πω εγώ. Στις άλλες δουλειές, απλά υπηρέτησα τη μουσική των άλλων. Έχω παρεξηγηθεί πολύ στο παρελθόν και δεν αντέχω άλλο, αλλά πιστεύω πως στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά δύσκολο για μια γυναίκα να βγει και να πει αυτό που θέλει. Αν σκεφτούμε ότι ξεκίνησα να τραγουδώ το 1966 και το Καπέλο βγήκε το ΄81, μου πήρε μια ολόκληρη δεκαπενταετία να εκφραστώ ουσιαστικά. Ορόσημο, όμως, θεωρώ και τη συνεργασία μου με τον Λάκη Παπαδόπουλο. Ήρθε εκείνος και με βρήκε, σε μια εποχή που ο Πατσιφάς έλεγε «άσ' την αυτή, κουβαλάει τρέλα και κάνει τα δικά της, δε θέλει κανέναν»...
Δεν το βρίσκω τόσο κακό αυτό.
Όντως, μάλλον καλό μου έκανε, αλλά πίστεψε με, ήταν πολύ δύσκολο. Και κουραστικό επίσης. Σε ότι έκανα στη ζωή μου, δεν είχα προστριβές με εκείνους που θα το ήθελα στο κάτω - κάτω , τους συνθέτες, τους μουσικούς και τους στιχουργούς, αλλά υπήρχε συνεχής κόντρα με την εξουσία του ήχου.
Είχατε συνεργαστεί ποτέ με το Χατζιδάκι; Στο διάστημα της απουσίας του στις ΗΠΑ, ηχογραφήσατε τα 12+1 τραγούδια του και, μάλιστα σε ενορχήστρωση του σαββοπουλικού, τότε, Γιώργου Κοντογιώργου.
Δεν έχω συνεργαστεί ποτέ μου με το Χατζιδάκι, είχα όμως την έγκριση του. Σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό ηχογράφησα τραγούδια του που μου αρέσανε, όχι όλα. Εγώ ήθελα να τραγουδήσω τον «Κύκλο του CNS», αλλά μου είπαν ότι ήμουν πολύ μικρή. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτό ήταν λάθος. Θα ήθελα να είχα τραγουδήσει τότε τον Κύκλο του CNS, σήμερα δε μπορώ πια. Θα το κατέτασσα στα πιο σημαντικά έργα του, που δεν τραγουδήθηκε σωστά, επειδή πρόκειται για ένα αυστηρά προσωπικό έργο και γι' αυτό, δύσκολο στην απόδοση του. Θα πρέπει να επανεξεταστεί και μάλιστα σε μια απόλυτα κλασική μορφή, καθώς τα τραγούδια αυτά είναι λιντ.
Οι λάτρεις, πάντως, του χατζιδακικού έργου γνωρίζουν καλά αυτά τα τραγούδια.
Οι λάτρεις του χατζιδακικού έργου είναι ελάχιστοι, αυτοί δηλαδή που ξέρουν πραγματικά το Χατζιδάκι! Ούτε ‘γω τον ξέρω, γιατί από ένα σημείο και μετά δεν τον παρακολουθούσα.
Μου κάνει εντύπωση αυτό που λέτε, δεδομένου ότι ο Χατζιδάκις απ' τη δεκαετία του ΄70 και μετά έδωσε τα σπουδαιότερα έργα του.
Υπήρξε κάποια περίοδος που περισσότερο μ' ενδιέφερε ν' ακούσω κλαρίνο απ' τον Πετρολούκα το Χαλκιά, παρά οτιδήποτε άλλο. Ένα άλλο «πρόβλημα» είναι ότι εγώ είχα και έχω τελείως διαφορετική απαίτηση απ' τον ερμηνευτή. Δε μ' ενδιαφέρει ούτε η φωνή του, ούτε το ηχόχρωμα του, θα πρέπει να με «πιάσει» που λένε. Δυστυχώς σπάνια συγκινούμαι με ερμηνείες.
Έτσι που το λέτε, ακούγεστε πολύ απαιτητική.
Τι να κάνω; Είναι μια αρρώστια, βλέπεις. Αν ρωτήσεις έναν οποιοδήποτε σολίστα πιάνου ας πούμε, δε μπορεί να φχαριστηθεί το τάδε παίξιμο, γιατί βλέπει τις ατέλειες του. Κάτι που εμάς δε μας ενοχλεί, αφού δεν τις «πιάνουμε».
Ποια είναι η άποψη σας για την επιδερμικά ερωτική θεματολογία στο σύγχρονο ελληνικό στίχο;
Δεν είναι καν ερωτική θεματολογία, αλλά της καψούρας και μάλιστα της δήθεν καψούρας. Πραγματική καψούρα είναι το «I put a spell on you» ή το «Άνοιξε, γιατί δεν αντέχω». Χωρίς να το περιορίζουμε στο στίχο, βλέπουμε πως η εποχή μας δεν έχει χρόνο, μολονότι έχει πολύ μεγαλύτερη χρονική ελευθερία, απ' ότι εμείς παλιότερα. Όταν πρωτοανακάλυψα τα μηνύματα στο κινητό και μόνο σε δύο ανθρώπους που έστελνα, μου έτρωγε τη μισή μέρα. Ναι μεν έχω καλή σχέση με την τεχνολογία, αλλά αν δεν υπάρχει κάτι στο μάνιουαλ, στις οδηγίες, σπανίως ρωτάω. Έτσι, τα έστελνα κι αυτά ποτέ δεν πηγαίναν. Ώσπου ανακάλυψα ότι τα έστελνα σε... σταθερό. Για δυο μήνες είχα πάθει αμόκ, δεν έκανα τίποτα άλλο απ' το να στέλνω μηνύματα. Δε σου κρύβω ότι μ' αρέσει πολύ αυτό το παιχνιδάκι. Είμαι πολύ επιρρεπής γενικά στις παιχνιδομηχανές.
Ένα μήνυμα στο κινητό μας βγάζει άραγε από μια δύσκολη θέση έκφρασης;
Όχι, αλλά είναι καλύτερο απ' το τίποτα. Μερικοί, επίσης μπορεί να μάθουν να γράφουν έτσι.
Σύγχρονο κινηματογράφο παρακολουθείτε;
Όχι, ενώ παλιά ήμουν μανιακή με τον κινηματογράφο. Τελευταία μου μεγάλη βουτιά ήταν σε ένα αφιέρωμα στον Fritz Lang, όπου μπήκα στην αίθουσα και σάπισα, όπως όταν ήμουν μικρή. Από τις τέσσερις το μεσημέρι έως τις δώδεκα το βράδυ!
Έχετε ακούσει την ηλεκτρονική άποψη του Κ. Βήτα στα τραγούδια του Χατζιδάκι;
Όχι, αν κι εγώ είχα μικτό ήχο εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Έχω φάει και πολύ βρίσιμο γι' αυτό! Από ‘κείνο το δίσκο που έκανα με τη Σοφία Βόσσου, ο οποίος ήταν τελείως ηλεκτρονικός. Δε λέω ότι ήταν πετυχημένος, αλλά ηλεκτρονικός στα σίγουρα. Από ‘κει και πέρα, αυτό που μου αρέσει στις δουλειές μου είναι κυρίως η φυσική φωνή. Δεν έχω ηχογραφήσει ποτέ dolby τη φωνή μου, θέλω να φαίνεται ότι έχει κερδίσει ή χάσει απ' το χρόνο.
Τι θα λέγατε ότι σας ανακουφίζει σήμερα σαν άνθρωπο και σαν καλλιτέχνιδα;
Με εκνευρίζει σαφώς όταν κάποιος δε δέχεται την εποχή του. Δε μπορώ εγώ να πω σ' ένα νεαρό άτομο «ξέρεις, τι ωραία που ήταν στην εποχή μου»! Αν θέλει, ας το ψάξει, από μένα δε θα το ακούσει, γιατί ναι, για μένα ήταν καλύτερη η εποχή αυτή, αφού ήμουν νέα. Αυτό που με ανακουφίζει, μπορώ να πω ότι είναι η γλώσσα. Πολλές φορές ψάχνω, καταφεύγω σε λέξεις που έχουν χαθεί. Ξαναλέω ότι πρέπει να δεχόμαστε την εποχή μας, δε μπορώ εγώ να πω σ' ένα παιδί «μην ακούς το Σάκη Ρουβά». Μια χαρά ειν' ο Ρουβάς και δε νομίζω πως προϋπήρχε αυτό το είδος μουσικής διασκέδασης που υπηρετεί.
Μοιραία τώρα θα ζητήσω τη γνώμη σας για τις τελετές της Ολυμπιάδας της Αθήνας.
Είμαι καλλιτέχνις και ξέρω πόσο πονάει για να βγει κάτι. Όπως ξέρω και τι τράβηξαν όλοι αυτοί, ώστε να γίνουν οι Ολυμπιακοί χωρίς προβλήματα, ατυχήματα και μια ενδεχόμενη όχι αποτυχία απλά, αλλά καταστροφή. Για όνομα του θεού, ας ξέρουμε τι λέμε! Υπάρχει η προσωπική μου άποψη που την κρατάω για μένα κι υπάρχει ακόμη αυτή που λέει πως δεν έγινε τίποτα που να βλάψει τον τόπο μου.
Κλείνοντας, τι θα λέγατε για τα ανομοιογενή, ούτως ειπείν, παντρέματα στους κόλπους του ελληνικού τραγουδιού; Βλέπε Ρέμος - Θεοδωράκης...
Δεν καταλαβαίνω γιατί σας πειράζει η συνεργασία Ρέμου - Θεοδωράκη και όχι η συνεργασία Κότσιρα - Θεοδωράκη. Το θέμα δεν είναι ο Ρέμος, αλλά οι συνήθειες που κουβαλάει ένας τραγουδιστής της πίστας σήμερα. Γιατί κι ο Μπιθικώτσης, τραγουδιστής κέντρων ήταν. Θα σας πω ότι άνθρωπος δικός μου, επαγγελματίας αγρότης, χωρίς ιδιαίτερη καλλιέργεια, που λάτρεψε τη μουσική του Θεοδωράκη και είχε λιώσει το βινίλιο του Άξιον Εστί, ζήτησε να δούμε μαζί στο Ηρώδειο την πιο πρόσφατη παρουσίαση του έργου. Απογοητεύτηκε, τον ένιωσα να μαραίνεται σιγά - σιγά δίπλα μου. Δε μπορείς να λες «μη παρακαλώ σας, μη» με χαμόγελο. Ο Μπιθικώτσης είχε παρακαλέσει για λευτεριά, για επιβίωση. Ας μην πυροβολούμε, όμως τους σημερινούς λαϊκούς τραγουδιστές! Όπως είπαμε στην αρχή τα πάντα είναι ζήτημα παιδείας και έλλειψης πραγματικής διδασκαλίας.
Σας ευχαριστώ πολύ.
Κι εγώ, επίσης.