28 Δεκεμβρίου 2010

Η Ελένη Βιτάλη ξανά στο Κύτταρο



H Ελένη Βιτάλη ξανά στο Κύτταρο. Μαζί της ο Haig Yazdjian

Για μία ακόμη χρονιά, η συγκλονιστική ερμηνεύτρια, συμπράττει με τον μοναδικό καλλιτέχνη και παρουσιάζουν ένα πρόγραμμα, το οποίο έχει επιμεληθεί με πολύ μεράκι η ίδια… Λαϊκά και παραδοσιακά τραγούδια, αυτοσχεδιασμοί πάνω σε ανατολίτικες, δυτικές και παραδοσιακές μελωδίες και επιτυχίες – σταθμοί από το προσωπικό τους ρεπερτόριο.

Η μοναδική ερμηνεία της Ελένης Βιτάλη και η χειροποίητη ενορχήστρωση- ερμηνεία του Haig Yazdjian, θα μας ταξιδέψουν από τη Δύση στην ευρύτερη «καθ’ ημάς Ανατολή» μέσω της Ελλάδας του χθες και του σήμερα.

Ο Καραγκιόζης με τον Άθω Δανέλλη, συμπρωταγωνιστεί… θυμίζοντάς μας, να μην ξεχνιόμαστε και να μην ξεχνάμε… κυρίως να γελάμε και να συγκινούμαστε, με την αλήθεια και τη δύναμη της ψυχής του Έλληνα.

Η Μυρτώ Ναούμ… και η δροσιά της επί σκηνής, διεκδικούν τις πρώτες σας κριτικές!
Συμμετέχουν επίσης οι σπουδαίοι μουσικοί:
TIGRAN SARKISSIAN: πνευστά
ΚΩΣΤΑΣ ΜΕΡΕΤΑΚΗΣ: κρουστά
ΠΑΝΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ: κανονάκι
ΑΣΤΕΡΙΟΣ ΠΑΠΑΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ: πλήκτρα
Κύτταρο, Ηπείρου 48 & Αχαρνών, Αθήνα Τηλ. 2108224134

Έναρξη: Παρασκευή 10/12/10. Κάθε Παρασκευή και Σάββατο, ώρα: 22:00

21 Δεκεμβρίου 2010

τεύχος 39 (2010) - Θανάσης Παπακωνσταντίνου


Περιεχόμενα



- Θούριος Ίππος, της Στέλλας Βλαχογιάννη
- «Του κυρίου του η φωνή». Η ιστορία της δισκογραφίας
- Βασίλης Μασσαλάς, του Τάσου Π. Καραντή
- Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης – Μαρία Παπαγεωργίου, του Αντώνη Μποσκοΐτη
- Γιώργος Σταυρακάκης, του Χρόνη Πλατίνου
- Μια εκδήλωση για το πολιτικό τραγούδι
- Γιώργος Κουρουπός, του Γιώργου Δαραβέλη
- Σοφία Εμφιετζή, του Αλέξη Βάκη
- Θανάσης Παπακωνσταντίνου, του Ηρακλή Οικονόμου
- Μια απόπειρα ακρόασης και ανάγνωσης του έργου του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Αντώνη Περιβολάκη
- Σοφία Βέμπο – Εκατό χρόνια από τη γέννησή της , του Λεωνίδα Αγγέλου, επιμ.: Σπύρος Αραβανής
- Μαρία Καναβάκη, του Γιώργου Τζαγάκη
- Ηρώ Σαΐα, του Σπύρου Αραβανή
- 40 χαμένα τραγούδια στις μυλόπετρες της δισκογραφίας και της ραδιοφωνίας. 1969 – 2009, του Σταύρου Γ. Καρτσωνάκη
- Χρύσανθος Μουζακίτης του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
- Αχχιλέας Γκουγκουστάμος, της Λίλης Θεολογίτου
- Η (αυτ)απάτη των λέξεων, του Σπύρου Κουρκουνάκη
- Κόμικ και καρτούν στα τραγούδια του Θόδωρου Βαλσαμίδη
- Χάρης Καπελιαρής, του Ηλία Βολιότη – Καπετανάκη
- Το πιάνο και ο Αλμπέρ Κετετζιάν, του Κωνσταντίνου Τσικλέα
- Πίσω απ΄ τα όργανα: Χρήστος Κοτσώνης - «Τα πλοία πεθαίνουν στα λιμάνια», του Γιώργου Αλτή
- Ακροάσεις, της Στέλλας Βλαχογιάννη

16 Δεκεμβρίου 2010

Γιώργος Σταυρακάκης: "Χάρτινες Πόλεις"

ΧΑΡΤΙΝΕΣ ΠΟΛΕΙΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ

Κάτω από τον τίτλο «Χάρτινες Πόλεις» στεγάζονται τα καινούργια τραγούδια του Γιώργου Σταυρακάκη. Μετά από το «Ρεσάλτο», τα «Γυάλινα Φτερά», τις «Απουσίες», το «Carousel» αλλά και τις συμμετοχές του τραγουδοποιού σε παραγωγές που κυκλοφορούν στο εξωτερικό, όπως το «In giro una vita» και το «Ritratti» του Marco Zappa, παρουσιάζει τις «Χάρτινες Πόλεις» (εκδόσεις «Μετρονόμος»). Τραγούδια που αφηγούνται μικρές και μεγάλες ιστορίες καθημερινών ανθρώπων, πίσω από τη βιτρίνα της πόλης.

Ο τραγουδοποιός και ποιητής Γιώργος Σταυρακάκης γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κρήτη, ενώ τα τελευταία χρόνια ζει και δημιουργεί στην Αθήνα. Στο ξεκίνημά του, σε νεαρή ακόμα ηλικία, είχε την τύχη να συνεργαστεί με τον αλησμόνητο Έλληνα συνθέτη Μάνο Λοΐζο, καθώς και με τον στιχουργό Μανώλη Ρασούλη.

Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές «Το Δωμάτιο», «Συνάλλαγμα Τέλος», «Ένα παλιό καλοκαίρι», «80+1 Ποιήματα», «Οινομαγειρεία» και τελευταία το «Επέκεινα των Ασμάτων», μια επιτομή τής μέχρι τώρα ποιητικής του συγγραφής, που κυκλοφορεί από τον «Μετρονόμο».

Τη χρονιά που διανύουμε επελέγη από τον διαδικτυακό Ρ/Σ «Radio Art» ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες δημιουργούς, το οποίο και αφιέρωσε τον Μήνα Μάρτιο στον Έλληνα ποιητή και τραγουδοποιό, παρουσιάζοντας το έργο του.

Ποιήματά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες σύγχρονης ποίησης, καθώς και στην έκδοση του Πανεπιστημίου Πατρών και του Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης για τους Κρήτες ποιητές του αιώνα (2008).

Ο Γιώργος Σταυρακάκης έρχεται για άλλη μια φορά να καταθέσει χαμηλόφωνες μπαλάντες που αναδεικνύουν ένα λόγο ποιητικό, βιωματικό και συνάμα περιγραφικό, διεισδύοντας με ευαισθησία στο εσωτερικό της θεματικής του.

Μια παραγωγή που έγινε στο εξωτερικό (Ελβετία), από τον Marco Zappa.

11 Δεκεμβρίου 2010

Δήμος Μούτσης: "Μια φυσαρμόνικα που κλαίει"


Δήμος Μούτσης
Μια φυσαρμόνικα που κλαίει

ISBN 978-960-88528-2-2
Σελίδες: 83
Σχήμα: 17 x 24
Τιμή: 12,50 ευρώ

Οι στίχοι του Δήμου Μούτση υπήρχαν πάντα τυπωμένοι στα εσώφυλλα των τριών τελευταίων του έργων των απολύτως «προσωπικών» του. Δείγμα ασφαλώς του πόσο ο ίδιος θεωρεί τους στίχους αυτούς απαραίτητους και αλληλένδετους με τη μουσική του. Ασφαλώς μπορούν να λειτουργήσουν πλήρως αυτονομημένοι, ως ποιητικά δηλαδή κείμενα. Θα ήταν χρήσιμο για κάθε ακροατή, σήμερα που ο στίχος στο ελληνικό τραγούδι δεινοπαθεί, να σκύψει πάνω σ’ αυτά τα κείμενα και οπωσδήποτε θα βγει πολλαπλά κερδισμένος. Οι πρώτες λέξεις που έρχονται αμέσως στο νου και στην καρδιά όταν ακούς ή διαβάζεις αυτές τις λέξεις (δηλαδή τη σκέψη) του Δήμου Μούτση είναι: λιτότητα, ελληνικότητα, ευαισθησία, αξιοπρέπεια, δηκτικότητα μοναχικότητα, τρυφερότητα, άμυνα, ευγένεια και απογύμνωση.

Στην έκδοση "Μια φυσαρμόνικα που κλαίει" έχουμε τη χαρά να (ξανα)διαβάσουμε συγκεντρωμένους τους στίχους ενός τόσο σημαντικού δημιουργού.

06 Δεκεμβρίου 2010

Συνέντευξη του Γιώργου Φακανά - τεύχος 35 (2009)



Γιώργος Φακανάς:
"αντιστέκομαι στην αρχή των φθινουσών αποδόσεων"

Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη
(Μετρονόμος, τ. 35, 2009)

Ο Γιώργος Φακανάς είναι κατ΄ αρχήν ένας χαρούμενος δημιουργός, ένας άνθρωπος που παίρνει χαρά από την ίδια του τη δημιουργία. Αυτοδίδακτος μπασίστας, από τους σημαντικότερους του διεθνούς ρεπερτορίου, αφιερωμένος στον ευρύτερο χώρο της τζαζ, συνθέτης, δάσκαλος και δημιουργός και ιδιοκτήτης του μεγαλύτερου Ωδείου στην Ελλάδα, του «Ωδείου Τέχνης Γιώργος Φακανάς».

Γεννημένος το 1961, στο Μοσχάτο, άρχισε από μικρός να παίζει κιθάρα. Όταν του έγινε στα 13 μια πρόταση να παίξει μπάσο στο ροκ γκρουπ της γειτονιάς του αυτός παρά το ότι δεν ήξερε μπάσο αποφάσισε να το μάθει. Σύντομα ήρθε σε επαφή με το χώρο της τζαζ μουσικής, ένα χώρο που δεν μπορούσε κανείς εύκολα εκείνα τα χρόνια να τον γνωρίσει στην Ελλάδα. Έτσι αναγκάστηκε να γίνει αυτοδίδακτος σε αυτό το όργανο γιατί δεν υπήρχαν όχι μόνο σχολές αλλά ούτε καν δάσκαλοι που θα τον οδηγούσαν στη εκμάθηση αυτού του οργάνου. Επιχείρησε να γνωρίσει το μπάσο μέσα από τις γραμμές της τζαζ, πηγαίνοντας στο μοναδικό εν Ελλάδι αυθεντικό τζαζ κλαμπ που υπήρξε ποτέ, το κλαμπ του Μπαράκου στην Πλάκα, αλά και μέσα από δυσεύρετους στην Ελλάδα δίσκους τζαζ όπως αυτούς των των Stanley Clarke και Herbie Hancock. Όπως λέει και ο ίδιος αγάπησε το μπάσο γιατί ταίριαζε ιδιαιτέρως στη ιδιοσυγκρασία του αφού «είναι άνθρωπος που θέλει να έχει γνώση και έλεγχο των καταστάσεων και να βοηθάει σε κάθε πρόβλημα. Αυτό το ρόλο επιτελεί το μπάσο σε μια ορχήστρα. Συνδέει την αρμονία με τη μελωδία, δεν ενοχλεί τη μελωδία και πρέπει να είναι και άρρηκτα δεμένο με το ρυθμό. Συνεπώς αν ένα κομμάτι θεωρήσουμε ότι είναι αρμονία, μελωδία και ρυθμός, το μπάσο βρίσκεται ανάμεσα και στα τρία κοντρολάρει και τα τρία τα ενώνει για να καταλήξουμε σε αυτό που λέμε Μουσική. Άρα παίζει το ρόλο του οργανωτή, αναλαμβάνει να επιλύσει τα προβλήματα σε οποιοδήποτε μουσικό γίγνεσθαι».

Γύρω στα 20 του χρόνια βρέθηκε να είναι ο μοναδικός στην ιστορία Έλληνας, μέλος της Ευρωπαϊκής Ορχήστρας τζαζ νέων, στην οποία συμμετείχε για 3 περίπου χρόνια και μέσα από αυτή του τη συμμετοχή κέρδισε το 1980 το βραβείο του καλύτερου Ευρωπαίου μπασίστα κάτω των 23 χρόνων. Σημειωτέον ότι ο Γιώργος Φακανάς ήταν αυτοδίδακτος και είχε να αντιμετωπίσει συναδέλφους του που σπούδαζαν στις καλύτερες μουσικές ακαδημίες της Ευρώπης. Αυτό δεν έγινε ποτέ γνωστό στην Ελλάδα και όταν επέστρεψε στη πατρίδα του υποδέχτηκαν μόνο … οι γονείς του ενώ το Ελληνικό υπουργείο δεν του έδωσε ποτέ ούτε μια δραχμή κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του στη Ευρωπαϊκή Ορχήστρα Τζαζ, εν αντιθέσει με τους μουσικούς των άλλων χωρών που τους χρηματοδοτούσαν τα υπουργεία των χωρών τους…

Με την επιστροφή του στην Ελλάδα αρχίζει να δουλεύει σαν μουσικός, δάσκαλος και συνθέτης πάντα σο χώρο της τζαζ. Δημιουργεί με τους Τρανταλίδη, Lynch, Φαραζή το ιστορικό συγκρότημα ISKRA την πρώτη σοβαρή προσπάθεια δημιουργίας Ελληνικής τζαζ. Το συγκρότημα έχει μια 4ετή ιστορία η οποία έλαβε τέλος με μια ιστορική συναυλία στο Λυκαβηττό. Σήμερα, ο Γιώργος Φακανάς έχει δημιουργήσει το δικό του γκρουπ, έχει συγγράψει πολλά βιβλία που αφορούν όλο το χώρο της μουσικής, έχει συμμετάσχει σε πάνω από 300 δίσκους – διεθνείς παραγωγές και έχει δημιουργήσει στο Νέο Φάληρο το «Ωδείο Τέχνης» που ανάμεσα στα άλλα στεγάζει όλα τα είδη και τα όργανα μουσικής αλλά και τον εξαιρετική σκηνή «Αθηνά – Live» που φιλοξενεί μερικά από τα κορυφαία ονόματα του εγχώριου αλλά και του διεθνούς ρεπερτορίου. Τα περισσότερα Σαββατοκύριακα του φετινού χειμώνα αλλά και της άνοιξης, μέχρι και το Μάη του 2010 είναι γεμάτα μουσική για τους εραστές του χώρου αλλά και για όσους αναζητούν κάτι άλλο και έχουν τα αυτιά τους ανοιχτά…

Τελευταία του δισκογραφική δουλειά είναι το “Interspirit” που κυκλοφορεί λίγο πριν το τέλος toy 2009, με συμμετοχή του διεθνούς μπασίστα Anthony Jackson. Είναι ουσιαστικά το πρώτο προσωπικό CD του Anthony Jackson στη μακρόχρονη ιστορία του και αποτελεί εξαιρετική τιμή το γεγονός ότι διάλεξε έναν Έλληνα συνάδελφό του να γράψει τη μουσική γι’ αυτό.
-----



Κύριε Φακανά πείτε μας πρώτα μερικά λόγια για το δημιούργημά σας, το «Ωδείο Τέχνης».

Όταν άρχισα να γράφω τα βιβλία αυτό το πράγμα με οδήγησε σιγά στην εκπαίδευση και τελικά οδηγήθηκα στο να φτιάξω τον δικό μου χώρο που ήταν ένα όνειρο ζωής. Στην αρχή ξεκίνησα από μια αποθήκη που ήταν πίσω από το μαγαζί ηλεκτρικών του πατέρα μου, μετά κάναμε ένα υπόγειο στούντιο στο σπίτι μου και κατόπιν πέρασα σε αυτό το κτίριο, το Ωδείο Τέχνης που σήμερα θεωρείται από το Υπουργείο Πολιτισμού το μεγαλύτερο Ωδείο στην Ελλάδα. Το αποφάσισα διότι σκέφτηκα ότι αφού δεν θέλω να πάω να εγκατασταθώ στο εξωτερικό να ζήσω μιας και λατρεύω τη χώρα μου θα κάνω αυτό πράγμα εδώ για να φέρω το εξωτερικό στην Ελλάδα. Και αυτόν το στόχο τον έχω πετύχει στο απόλυτο. Ο,τι κάνει οποιοσδήποτε μουσικός στο εξωτερικό το κάνουμε κι εμείς εδώ στο Ωδείο Τέχνης αυτή τη στιγμή χωρίς να έχω να ζηλέψω τίποτα χωρίς να αισθάνομαι καθόλου μειονεκτικά και μίζερα. Το Ωδείο φιλοξενεί όλα τα είδη της μουσικής ακόμα και τις ειδικές μουσικές για θέατρο και σινεμά, έχει στούντιο ηχογραφήσεων και φιλοξενεί επίσης την Παιδική Χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.

Θα ήθελα μια συνηγορία υπέρ της τζαζ στην Ελλάδα και πως αυτή η μουσική ταιριάζει με το Ελληνικό ηχόχρωμα;

Υπάρχουν παγκόσμια μουσικά ιδιώματα και υπάρχουν και τοπολαλιές. Οι τελευταίες γεννήθηκαν και εκπροσωπούν τους κατοίκους ενός συγκεκριμένου γεωγραφικού χώρου και τίποτα παραπάνω. Είναι οι λαϊκές – φολκλορικές μουσικές κάθε τόπου. Όμως, τα παγκόσμια μουσικά ιδιώματα είναι είδη που γεννήθηκαν για να εκπροσωπήσουν τον πλανήτη. Δεν έχουν όριο, δεν έχουν σύνορά δεν έχουν τίποτα. Τέτοια παγκόσμια είδη είναι η κλασσική, το συμφωνικό ιδίωμα, η ροκ μουσική, το μπλουζ σαν συστατικό δημιουργίας άλλων μουσικών. Παγκόσμια μουσική γλώσσα είναι η τζαζ. Μέσα στη τζαζ ενυπάρχει το fusion που σημαίνει «πρόσμιξη». Το Fusion είναι πολύ υψηλή τέχνη διότι κατόρθωσε να παντρέψει τοπολαλιές με τη τζαζ. Εν γένει η τζαζ είναι μια διεθνής μουσική, ένα διεθνές γλωσσάριο. Μόνο αν εμείς θέσουμε παρωπίδες θα διαπιστώσουμε ύπαρξη προβλημάτων στη σχέση της τζαζ με την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα.

Ναι, αλλά πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ελληνική μουσική δεν συνάδει άμεσα με το χώρο της τζαζ γιατί η πρώτη εκφράζει τα χαρακτηριστικά φωτός και σκιας που υπάρχουν έντονα στο Ελλαδικό τοπίο εν αντιθέσει με τη τζαζ που ως πιο Ευρωπαϊκή δεν εκφράζει αντιθέσεις.

Και τι είναι αυτό το τελευταίο; Δηλαδή, εν τέλει, τι είναι Ελληνική μουσική; Είμαι ελεύθερος άνθρωπος, πολίτης του κόσμου, με ενδιαφέρει να παίρνω και αν συλλέγω πράγματα και ιδέες από ο,τι έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο πνεύμα. Και εδώ θέλω να ανοίξω δύο ζητήματα: πρώτον το τι είναι Ελληνική μουσική και δεύτερον ποιος κρίνει την κάθε μουσική παραγωγή το κάθε μουσικό έργο. Όσον αφορά το πρώτο κι αν θέλω να είμαι τίμιος, εντάξει, Ελληνική μουσική είναι η Βίσση και ο Ρουβάς, τα σκυλάδικα αλλά Ελληνική μουσική είναι και Θεοδωράκης, ο Χατζιδάκις, ο Σκαλκώτας, ο Χατζιδάκις, Ο Χρήστου, η Κάλλας, τα Κρητικά, τα νησιώτικα, η Ελληνική τζαζ… Επί της ουσίας, ο δημιουργός είναι ελεύθερος να πάρει από οπουδήποτε… Δεν έχει περισσότερο φως η Ελληνική μουσική ούτε λιγότερο φως η τζαζ. Ο μουσικός είναι εκείνος που θα έχει υψηλή κατάρτιση από τον οποίο θα έχω την απαίτηση να μου παράγει φως. Η μουσική δημιουργία δεν μπορεί να έχει σύνορα. Επίσης, μιλώντας για αυτούς που κάνουν κριτική στα μουσικά έργα, θεωρώ ότι δικαίωμα κριτικής έχει μόνον αυτός που γνωρίζει μουσική. Όλοι έχουν την άποψή τους βεβαίως για κάθε δημιούργημα αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είναι πιο βαρύνουσας σημασίας η άποψη ενός μουσικού δημοσιογράφου από την άποψη των ανθρώπων που περνάνε εδώ απ΄ έξω…. Οι παγκόσμιες μουσικές γλώσσες είναι αυτές που μπορούν να εκφράσουν τους πάντες και τα πάντα. Ένας αυτοσχεδιασμός υπάρχει σε ένα ηπειρώτικο αλλά η τζαζ προτείνει τον αυτοσχεδιασμό να τον κάνουμε παγκόσμιο μουσικό μήνυμα.

Υπάρχει επίσης μια παρεξήγηση στην Ελλάδα που αφορά την καταγωγή της τζαζ, είναι διάχυτη η αίσθηση ότι είναι Αμερικάνικη μουσική…

Η τζαζ δεν είναι Αμερικάνικο μουσικό είδος. Μια Ευρωπαία και ένας Αφρικανός πήγαν και γέννησαν το παιδί τους στην Αμερική . Ρυθμοί Αφρικάνικοι, αρμονία Ευρωπαϊκή και τόπος ανάπτυξης στην Αμερική που εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο. Για να μην πω και το άλλο: οι περισσότερες κλίμακες της τζαζ λέγονται Dorian, Frygian, Lydian, Aeolian, Locrian, δηλαδή ελληνικά ονόματα… Το πρόβλημα είναι άλλο: τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εμποδίζουν την προβολή αυτών των είδών διότι παίρνουν κάποιες εντολές από μια κεντρική διοίκηση που λέει: εγώ θέλω να παράγω για τον κόσμο φτηνά προϊόντα, διότι αν ο κόσμος ζητήσει ακριβά προϊόντα εγώ θα έχω ένα πολύ υψηλό κόστος παραγωγής και δεν περισσεύουν λεφτά για κότερα κ.λ.π…. Ξέρετε το κόστος παραγωγής της τζαζ είναι πολύ υψηλό διότι είναι μουσική διαμάντι. Όλοι αυτοί οι δήθεν μουσικοί και παραγωγοί τύπου Φοίβος κ.λ.π. δεν είναι μουσικοί, είναι έμποροι που εκπορνεύουν τη μουσική. Η Μουσική είναι μια μεγάλη θεά που εμείς την υπηρετούμε ενώ αυτοί την εμπορεύονται, την εκμεταλλεύονται. Οι ίδιοι δεν ξέρουν μουσική. Συνηθίζω να λέω ότι κάθε έρημος έχει και οάσεις. Η άμμος είναι για τους πολλούς, η οάσεις είναι λίγες και είναι για τους λίγους. Όποιος ψάχνει τις βρίσκει και αντί να καταναλώσει άμμο, εκεί θα πιεί νερό.

Μου άρεσε που είχες πει στο παρελθόν πως συνεργάζεσαι με ανοιχτά μυαλά που ονειρεύονται ένα χαρούμενο και σκεπτόμενο κόσμο.

Πάντα, προπαντός χαρούμενο κόσμο. Η ζωή είναι μικρή και μεγάλη μαζί. Το βασικό συναίσθημα είναι η χαρμολύπη. Τα άλλα είναι ακραίες καταστάσεις. Και εγώ είμαι μέσα στην καλή χαρά παρά το γεγονός ότι μέσα σε όλες αυτές τις υποχρεώσεις που έχω είμαι απόλυτα μόνος μου, χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις, χωρίς δάνεια, χωρίς ούτε καν συμπαραστάτες επιπέδου χορηγών, μόνο ψήγματα από κάποιους ανθρώπους. Εγώ όμως είμαι μες στην καλή χαρά γιατί κάνω αυτό που μου αρέσει. Έκανα το χόμπι μου δουλιεά μου και ζω καλά από αυτό. Είναι μοναχικός ο δρόμος βέβαια, είναι λίγοι αυτοί που μένουν πιστοί στις αξίες τους και τις αρχές τους. Η δική μου η αρχή είναι να αντισταθώ στην αρχή των φθινουσών αποδόσεων μια αρχή που διέπει όλους τους ανθρώπους κυρίως με την πάροδο του χρόνου. Δεν μιζεριάζω, νιώθω ευτυχής που κατάφερα και έκανα και κάνω ακόμα όλα αυτά τα πράγματα και που ενθαρρύνω τους νεότερους όχι μόνο να μαθαίνουν εδώ αλλά να παίζουν συνεχώς μόνοι τους για να ανακαλύπτουν...


02 Δεκεμβρίου 2010

Α' Διαγωνισμός Μελοποιημένης Ποίησης από Νέους Δημιουργούς

Α' Διαγωνισμός Μελοποιημένης Ποίησης από Νέους Δημιουργούς
Το περιοδικό "ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ", η Ελληνική Μουσική Κοινότητα και Περιοδικό MusicHeaven και η Επιθεώρηση Ποιητικής Τέχνης Ποιείν διοργανώνουν:
τον Α' Διαγωνισμό Μελοποιημένης Ποίησης από Νέους Δημιουργούς
Οι δημιουργοί / συγκροτήματα μπορούν να στείλουν σε μορφή: mp3 ή cd μέχρι πέντε (5) ανέκδοτες συνθέσεις (τραγούδια) τους σε ποιήματα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας σε φάκελο ή αρχείο word: το βιογραφικό τους, τα ποιήματα (κείμενο, ποιητής, τίτλος βιβλίου, εκδόσεις) και τους συμμετέχοντες (τραγουδιστές-μουσικούς).

Τα 10 καλύτερα τραγούδια:

α. θα κυκλοφορήσουν σε δίσκο από τις Εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ

α. θα δημοσιευτούν -διαφημιστούν ξεχωριστά και στα 3 περιοδικά

γ. θα παρουσιαστούν σε ειδική εκδήλωση-ποιητική βραδιά που θα πραγματοποιηθεί σε κεντρική μουσική σκηνή, τον Σεπτέμβριο του 2011.

Προθεσμία υποβολής συμμετοχής: μέχρι 31/5/2011


Διεύθυνση αποστολής υλικού: Αντρέα Δημητρίου 3, Άγιος Δημήτριος, Αθήνα, 17341 και email: info@poetrymusic.gr

(με την ένδειξη: Για τον Α' Διαγωνισμό Μελοποιημένης Ποίησης από Νέους Δημιουργούς)

Τα μέλη της επιτροπής:

Xρήστος Λεοντής, συνθέτης
Ισαάκ Σουσης, στιχουργός-ποιητής
Στέλλα Βλαχογιάννη, δημοσιογράφος-ποιήτρια
Θανάσης Συλιβός, εκδότης Μετρονόμου
Σπύρος Αραβανής, φιλόλογος-δημοσιογράφος, εκδότης Ποιείν

30 Νοεμβρίου 2010

Λεωνίδας Μαριδάκης: "Σε βάθος δρόμου"


Λεωνίδας Μαριδάκης

Σε βάθος δρόμου

«Σε βάθος δρόμου» ονομάζεται το νέο cd του Λεωνίδα Μαριδάκη που κυκλοφορεί τέσσερα χρόνια μετά το παιγνιώδες «Αβάδιστα», που ευτύχησε να βγει σε παραγωγή του Νίκου Ξυδάκη. Σε βάθος δρόμου… ιστορίες για προορισμούς και χώρες μακρινές. Τραγούδια για την περιπέτεια, την αγάπη και τη φιλία, που κουβαλάνε κάτι από το ταξιδιάρικο στοιχείο των Calexico, την εξωστρέφεια του Manu Chao ή τη σκοτεινή αψάδα του Tom Waits.
Δέκα τραγούδια και ένα καταιγιστικό οργανικό, μέσα στα οποία η φυγή, σαν εμμονή, χαράζει διαδρομές σε τόπους μυθικούς, όπως το Σουδάν, στο Άγριο όνειρο, τη θρυλική Αμερική του Τζακ Κέρουακ που αποτυπώνεται σαν σάουντρακ Στο παλιό μας αμάξι, ή την Κούβα, όπως την είχε αγαπήσει ο Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Στο Σαντιάγο. Πρόκειται για ένα ταξίδι στον κόσμο, εξωστρεφές, γιορταστικό αλλά και σε τεντωμένο σκοινί, όπως υπενθυμίζει ο Ακροβάτης, που μετεωρίζεται μέσα και έξω μας.
Η φωνή και τα τραγούδια του Λεωνίδα Μαριδάκη –που είναι και ο βασικός ερμηνευτής του δίσκου– δεν αφήνουν τίποτα ζεστό και ανθρώπινο απ’ έξω, ούτε τη φυγή από τη σχέση που κατρακυλάει ρυθμικά στο Γυρεύω το σκοτάδι σου, αλλά ούτε και τη συγκίνηση στο εξωτικό τραγούδι αγάπης, Σαν τίγρη τρυφερός, ή τον βαθύ έρωτα, Στο κέντρο το νυκτερινό. Κάπου εκεί, η εξαιρετική –και αιρετική– Μάρθα Φριντζήλα ερμηνεύει το Καθρεφτάκι, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για ραγισμένες καρδιές. Το ντεμπούτο της στη δισκογραφία κάνει σε αυτόν το δίσκο η Πέννυ Μπαλτατζή με ένα τραγούδι αίνιγμα: Η λέξη που αγάπησα, αλλά και με το νοσταλγικό ρέγγε ντουέτο που μοιράζεται –στο τέλος του ταξιδιού– με τον Μαριδάκη το Η αγάπη νικάει.
Τα λόγια, στο «Σε βάθος δρόμου», εκτός από τον Λεωνίδα Μαριδάκη, υπογράφουν οι: Θοδωρής Γκόνης, Διονύσης Καψάλης, Γιώργος Κοροπούλης, Βασίλης Λαλιώτης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, και Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα (μτφρ. Βασίλη Λαλιώτη).

24 Νοεμβρίου 2010

Κώστας Μπαλαχούτης: "Βαγγέλης Περπινιάδης"


ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗΣ

του Κώστα Μπαλαχούτη
(ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 2, 2001)
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης είναι μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες στον χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Πολύπλευρος χαρακτήρας (ερμηνευτής, συνθέτης, στιχουργός και δεξιοτέχνης του μπουζουκιού), με χιλιάδες τραγούδια και ανεπανάληπτες επιτυχίες, χαράζει εδώ και 53 χρόνια τη δική του ξεχωριστή ιστορία στο μουσικό στερέωμα του τόπου μας. Τον επισκέφτηκα στο «ησυχαστήριό» του – όπως ο ίδιος αποκαλεί χαρακτηριστικά το κατάλληλα διαμορφωμένο υπόγειο του σπιτιού του σε γραφείο και στούντιο, όπου λίγοι έχουν πρόσβαση – και μαγεύτηκα για μια ακόμη φορά από την απλότητα και το μεγαλείο του. Σε έναν χώρο πλημμυρισμένο από αναμνήσεις, νότες, βραβεία και διακρίσεις, ξανάζησα μιαν άλλη εποχή όπου το λαϊκό τραγούδι κυριαρχούσε και άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές των απλών ανθρώπων.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
Ο Βαγγέλης Περπινιάδης γεννήθηκε την 1η Σεπτέμβρη του 1927 στην Κοκκινιά Πειραιώς. Πατέρας του ήταν ο θρυλικός τραγουδιστής Στελλάκης Περπινιάδης, τον οποίο όμως αντίκρισε για πρώτη φορά σε ηλικία 7 ετών, αφού είχαν ουσιαστικά χωρίσει με τη μητέρα του λίγο μετά τη γέννηση του. Λέει ο ίδιος : «Η μητέρα μου με ανέθρεψε σαν πριγκιπόπουλο με τίμιο αγώνα, κόπο και στερήσεις. Με μεγάλωσε, με έμαθε γράμματα και μέχρι που πήγαινα στο γυμνάσιο με καθοδηγούσε πάντα με εκκλησίες και κατηχητικά για να γίνω άνθρωπος σωστός και χρήσιμος στην κοινωνία». Από μικρό παιδί ψέλνει στην Οσία Ξένη της Κοκκινιάς και το 1943 χειροτονείται αναγνώστης στους Αγίους Αναργύρους, Μητρόπολη της Νέας Ιωνίας, όπου η μαζί με την μητέρα και την γιαγιά περνούσαν, στο σπίτι του θείου του, τα δύσκολα κατοχικά χρόνια. Πίσω ακριβώς από τον ναό της Οσίας Ξένης υπήρχε το ταβερνάκι των αδελφών Τομπούλογλου. Εκεί ο νεαρός Περπινιάδης, μαζί με φίλους του, τραγουδούσε ερασιτεχνικά σκαλίζοντας την κιθαρίτσα του. Το 1947 με προτροπή των φίλων του πηγαίνει στα «ταλέντα» του Τραϊφόρου, στο Άλσος, στο Πεδίο του Άρεως. Όταν πλησίασε στο μικρόφωνο, ο Μίμης Τραϊφόρος τον ρώτησε ποιό τραγούδι θα ερμήνευε κι εκείνος απάντησε το «Λίγες καρδιές αγαπούνε». Το κοινό μαγεύτηκε από την φωνή του και ο τόπος σείστηκε από το χειροκρότημα. Ο λόγος στον Βαγγέλη Περπινιάδη: «Έτσι ενώ όλα τα παιδιά που συμμετείχαν στο διαγωνισμό έλεγαν από ένα τραγούδι και έφευγαν, ο Τραϊφόρος μου πρότεινε να πω ένα ακόμα. Διάλεξα το «Σβήσε το φως κι έλα γύρε κοντά μου», που είχε γράψει ο ίδιος και το τραγουδούσε η Βέμπο. Πρέπει να σου πω ότι αγαπώ πολύ το ελαφρό τραγούδι. Φαίνεται ότι άρεσε η ερμηνεία μου γιατί στα παρασκήνια ήρθε να με βρει ο Νικήτας Πλατής, θιασάρχης στην Αύρα του Κορυδαλλού και μου πρότεινε να λέω 3-4 τραγούδια ενδιάμεσα στα νούμερα της παράστασης. Βρέθηκα μαζί με το Νίκο Ρίζο, το Νίκο Φέρμα και με το καλό, για τα χρόνια εκείνα, μεροκάματο των 30 δραχμών».

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ ΣΤΟ ΛΑΪΚΟ ΠΑΛΚΟ
Τα όνειρα για να γίνει παπάς μπαίνουν στο περιθώριο και σύντομα ξεκινά τις εμφανίσεις του στα ιστορικά κέντρα Περιβόλας και Κεφάλας, που βρίσκονταν αντικριστά στην Παναγή Τσαλδάρη στη Νίκαια. Εκεί ο Βαγγέλης Περπινιάδης θα αφήσει εποχή, αφού θα τραγουδήσει για περισσότερο από δύο δεκαετίες στα πάλκα τους. Ο ίδιος τονίζει χαρακτηριστικά: «Έγινα κουμπάρος και με τους δύο ιδιοκτήτες για να μπορώ να τραγουδάω και στα δύο κέντρα χωρίς να παρεξηγούμαι». Ο λαϊκός κόσμος της Κοκκινιάς αγκαλιάζει ζεστά το νεαρό καλλιτέχνη. Το ίδιο συμβαίνει και με όλα τα Μεσόγεια (Ασπρόπυργο, Κορωπί, Σπάτα, Μαρκόπουλο, Κερατέα, Μαραθώνα), την Αργοναυπλία και άλλες περιοχές της χώρας, όπου ο Περπινιάδης τραγουδά στα πανηγύρια τους, στους γάμους και τις χάρες τους και γνωρίζει μεγάλες δόξες, πλάι στο μεγάλο δημοτικό τραγουδιστή Γιώργο Παπασιδέρη, το Γιάννη Παπαϊωάννου και τη Ρένα Ντάλια και αργότερα μόνος του σαν απόλυτος πρωταγωνιστής: «Ακόμα και σήμερα στον Ασπρόπυργο, αν δεν πάω εγώ πανηγύρι δεν γίνεται. Μια φορά είπα στο διοργανωτή ότι δεν μπορώ να εμφανιστώ κι εκείνος λιποθύμησε και τον πήγαν στο νοσοκομείο». Το 1953 κάνει τα πρώτα του σεκόντα στην Οντεόν – Παρλοφών του Μίνωος Μάτσα, στο τραγούδι των Κώστα Καπλάνη – Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου «Σουρουπώνει», πλάι στην Άννα Χρυσάφη. Τρία χρόνια αργότερα ερμηνεύει για πρώτη φορά μία δική του σύνθεση το «Κλάψτε με φίλοι, κλάψτε με» σε δίσκο 78 στροφών, όπου μπουζούκι παίζει ο κορυφαίος δεξιοτέχνης Δημήτρης Στεργίου ή Μπέμπης, και ο δίσκος γνωρίζει μεγάλη επιτυχία. Ακολουθούν κι άλλες συνθέσεις που τον κάνουν γνωστό σε όλη την Ελλάδα: «Είμαι μάγκας με καρδιά», «Άδικα Άδικα», «Να μου ζήσεις Κατινάκι», «Ασ' τα νάζια βρε Μαρίτσα», «Βρε Μαριώ μου είσαι γλύκα» κ.ά. Τα δύο τελευταία είναι αφιερωμένα στην σύζυγό του Μαρίτσα, με την οποία είναι παντρεμένος από το 1953 μέχρι και σήμερα και έχουν αποκτήσει πέντε παιδιά (Σουλτάνα, Δέσποινα, Στέλιο, Χρήστο και Βαρβάρα). Τραγουδά στου Βλάχου στο Αιγάλεω με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Στράτο Παγιουμτζή, Σωτηρία Μπέλλου, Γιώργο Ζαμπέτα, Γιώργο Λαύκα, Μιχάλη Γενίτσαρη, στου Στελλάκη, στην Ιερά Οδό στα Κουνέλια Χαϊδαρίου –το μαγαζί του πατέρα του– με τους Στελλάκη και Λουκά Νταράλα (μπουζουξής και συνθέτης, πατέρας του Γιώργου Νταλάρα), στου Κολοκοτρώνη στην Ιερά Οδό με την νεαρή Ρίτα Σακελλαρίου και πάλι στου Περιβόλα, στου Κεφάλα... Ήδη οι λεζάντες των κέντρων τον αναφέρουν ως τον «Βετεράνο του λαϊκού τραγουδιού με το συγκρότημά του»...

Η ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ
Στις αρχές της δεκαετία του '60 έρχεται η καταξίωση και η καθολική αποδοχή για το Βαγγέλη Περπινιάδη, αφού τα τραγούδια γίνονται μεγάλα σουξέ και εκείνος στέκεται επάξια στην ίδια θέση με τους μεγάλους του λαϊκού τραγουδιού, Καζαντζίδη, Αγγελόπουλο, Γκρέυ, Γαβαλά κ.ά., στηρίζοντας στις πλάτες του τη μικρή ακόμα Οντεόν, αφού αυτός είναι ουσιαστικά το βαρύ πυροβολικό της. Ερμηνεύει τις δικές του δημιουργίες: «Το τάβλι», «Μαχαρανή», «Θέλεις να πεθάνω», «Γύρισε κοντά μου», «Τα νέα της Αλεξάνδρας» του Κώστα Γιαννίδη, «Ένας κούκλος και μιά κούκλα» του Δημήτρη Γκούτη, «Σε ένα βουνό στην ερημιά» του Θεόδωρου Δερβενιώτη και τραγούδια των Απόστολου Καλδάρα, Βασίλη Καραπατάκη, Γιώργου Ζαμπέτα, Κώστα Βίρβου, Παπαϊωάννου κ.ά. Η φιλική του σχέση με τον συνθέτη Μπάμπη Μπακάλη, ο οποίος τον πήγε στην Οντεόν στα πρώτα του βήματα, θα έχει σαν αποτέλεσμα μια σειρά μεγάλων επιτυχιών: «Δεν είμαι βράχος ούτε βουνό», «Το μεροκάματο του πόνου», «Να ‘μουνα το σεντονάκι», «Με πικραμένη την καρδιά», «Ούτε τα λεφτά σου ούτε τα καλά σου», «Ο Βαγγέλης ο γιε-γιες», «Η γαλιάντρα» κ.ά. Ο Περπινιάδης, χάρη στις απεριόριστες φωνητικές του ικανότητες, έχει το χάρισμα να σφραγίζει με την ερμηνεία του επανεκτελέσεις κατά τέτοιο μοναδικό τρόπο, ώστε συχνά να θεωρούνται κλασικές και καλύτερες από τις πρωτότυπες. Έτσι με τη φωνή του μεγάλα σουξέ γίνονται τα: «Αν μ' αξιώσει ο θεός», «Τα δυο σου χέρια» (Οι βεργούλες) και «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια» του Βαμβακάρη, «Αρχόντισσα» και «Αχάριστη» του Βασίλη Τσιτσάνη, «Ο Αντώνης ο Βαρκάρης» των Σπύρου Περιστέρη – Μ. Μάτσα, «Γιατί γλυκιά μου κλαις» και «Ανεβαίνω σκαλοπάτια» του Καλδάρα κ.ά. Ο Περπινιάδης λέει για αυτό το ζήτημα: «Περιμέναμε με τον Μάτσα και μόλις βλέπαμε να κάνουν επιτυχία οι Μενιδιάτης, Ρεπάνης κ.α από την Κολούμπια αμέσως μπαίναμε κι εμείς στο στούντιο και ηχογραφούσαμε τα τραγούδια. Η επανεκτέλεση όμως θέλει τέχνη, μαστοριά, πρέπει να βάλεις τη δική σου προσωπικότητα και σφραγίδα για να ξεπεράσεις την πρώτη ερμηνεία». Το ταλέντο και η δημοτικότητά τον φέρνουν να πρωταγωνιστεί και στον ελληνικό κινηματογράφο όπου η συμμετοχή του δεν περιορίζεται στην ερμηνεία τραγουδιών όπως γινόταν συνήθως αλλά και στο παίξιμο συμπρωταγωνιστικών ρόλων (Συγχώρεσέ με αγάπη μου 1964 με τον Χριστόφορο Νέζερ και την Κάκια Αναλυτή , Άγγελοι του πεζοδρομίου 1962 με τους Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Δέσπω Διαμαντίδου και Ντίνα Τριάντη). Πολύπλευρος τραγουδιστής γράφει και ερμηνεύει με επιτυχία δημοτικά τραγούδια, δυνατά ορχηστρικά κομμάτια και κλέβει την παράσταση στους αμανέδες: «Ο αμανές είναι κάτι το διαφορετικό, δε διδάσκεται. Εκτός από υψηλή τεχνική απαιτεί και γνώση των παραδοσιακών βυζαντινών μουσικών δρόμων. Στο «Καρδιά μου μην πικραίνεσαι» η ερμηνεία μου είναι τέτοια που δεν μπορεί να γίνει από άλλον τραγουδιστή. Φέρει την υπογραφή Βαγγέλης Περπινιάδης». Μια άλλη μεγάλη στιγμή είναι και οι ύμνοι για την αγαπημένη του ομάδα, τον Ολυμπιακό Πειραιώς: «Τον πρώτο ύμνο τον έγραψα για την ΑΕΚ που συμπαθούσα γιατί τα κατοχικά χρόνια τα πέρασα κοντά στη Φιλαδέλφεια. Ύστερα έγραψα έναν άλλον για τον Παναθηναικό που τραγούδησε ο Ζαγοραίος. Τον Ολυμπιακό τον αγαπούσα γιατί ήμουνα Κοκκινιώτης. Όταν ένα βράδυ του 1963 ήρθαν στο σπίτι μου ο Στράτος Διονυσίου με τον φίλο μου Τάκη Λαζόπουλο, μου είπαν ότι γύρναγαν από το αεροδρόμιο όπου είχαν πάει για να υποδεχθούν την ομάδα του Ολυμπιακού, που είχε κατακτήσει το Βαλκανικό κύπελλο νικώντας την Βουλγαρική Λέφσκι με 1-0 στην Κωνσταντινούπολη. Ο Διονυσίου που ήταν Παοκτζής αλλά συμπαθούσε την ομάδα του Πειραιά (για άλλους λόγους κατέληξε να υποστηρίζει τον ΠΑΟ) μου είπε ότι περισσότεροι από 5.000 φίλαθλοι είχαν μαζευτεί στο Ελληνικό και ζητωκραύγαζαν τους παίκτες. Το μυαλό μου πήρε αμέσως στροφές. Ρώτησα το Λαζόπουλο, που ήταν διαιτητής, να μου πει τα ονόματα των ομάδων που είχε κερδίσει ο Ολυμπιακός. Έτσι έφτιαξα το ρεφρέν Ολυμπί- Ολυμπί- Ολυμπιακέ/ Φλαμένγκο Λέφσκι νίκησες/ Σάντος και Ζαγκλεμπιέ. Οταν είδα τις πωλήσει των ύμνων ΑΕΚ 25.000, ΠΑΟ 15.000 και Ολυμπιακός 350.000 δίσκοι έβαλα το χέρι μου πάνω στο Ευαγγέλιο και ορκίστηκα αιώνια πίστη στην ομάδα του Πειραιά. Ανάλογη επιτυχία είχε τρία χρόνια αργότερα κι ο επόμενος ύμνος του θρύλου με τίτλο Του Μπούκοβι την ομαδάρα».

ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ - ΕΝΤΕΧΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ - ΣΗΜΕΡΑ
Η επιτυχία του Περπινιάδη ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα. Τα ταξίδια του στην Τουρκία, τις Η.Π.Α, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, την Αγγλία, τη Γερμανία, την Κύπρο τον έκαναν ιδιαίτερα δημοφιλή και αγαπητό στους ομογενείς, και όχι μόνον, με αποτέλεσμα ακόμα και σήμερα να περιοδεύει στο εξωτερικό, αφού οι προτάσεις που δέχεται από τους επιχειρηματίες είναι ιδιαίτερα πιεστικές. Επίσης σε κάθε του ταξίδι τον τιμούν με διπλώματα και πλακέτες για την προσφορά και το έργο του στο ελληνικό τραγούδι. Από το 1963 έως και το 1970 στο πλάι του βρίσκεται η Ρία Νόρμα με την οποία δημιούργησαν ένα από τα δημοφιλέστερα ντουέτα του λαϊκού τραγουδιού. Μετά το '70 τη θέση της Νόρμας θα πάρει η Γιώτα Σύλβα. Εκτός από τα στέκια του Περιβόλας, Κεφάλας εμφανίζεται για πολλές σεζόν στο Φαληρικό στις Τζιτζιφιές, με Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη, Αγγελόπουλο, Πόλυ Πάνου, Διονυσίου, Ζαγοραίο, Αναγνωστάκη. Το 1965 θα ερμηνεύσει μία σειρά από τραγούδια του Χρήστου Λεοντή σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου και Μιχάλη Παπανικολάου («Πού να χωρέσει τ' όνειρο», «Θα ‘ρθει το βράδυ βροχερό» κ.ά.) και του Γιώργου Κατσαρού («Κι αν χώρισαν οι δρόμοι μας», «Από τα σπίτια τα ψηλά») και θα συμμετάσχει στις συναυλίες των δύο συνθετών σε θέατρα και κινηματογράφους όλης της χώρας. Το 1967 τραγουδά στο μαγαζί του πατέρα του στο Χαϊδάρι. Κιθάρα παίζει ένας ταλαντούχος νεαρός με ωραία φωνή, ο Γιώργος Νταλάρας. Ο Περπινιάδης γνωρίζει την οικογένεια του και αποφασίζει να τον βοηθήσει γράφοντας δύο τραγούδια που ταιριάζουν στην «κανταδόρικη» φωνή του. Ως ημέρα φωνοληψίας ορίζεται η 21η Απριλίου... που όπως καταλαβαίνετε ματαιώθηκε. Ο Περπινιάδης συνεχίζει: «Αμέσως μετά έφυγα για την Αμερική όπου είχα υπογράψει για έναν κύκλο εμφανίσεων. Χάρηκα που η μοίρα ξεπλήρωσε στο Γιώργο την ατυχία του και μετά από λίγο διάστημα έγινε γνωστός με το Να ‘τανε το ‘21». Από το 1975 πηγαίνει στην Πάνιβαρ αφού η Μίνως του Μάκη Μάτσα, με τον οποίο είναι τρεις φορές κουμπάροι και στην οποία έχει σημειώσει αμέτρητες επιτυχίες, δεν προβάλλει όσο πρέπει τα τραγούδια του. Και στην Πάνιβαρ οι νέες συνθέσεις και οι επανεκτελέσεις του καθώς και οι ζωντανά ηχογραφημένοι δίσκοι του θα ακολουθήσουν τα γνώριμα σκαλοπάτια της επιτυχίας. Η τελευταία του δισκογραφική δουλεία με τίτλο Δώστε μου τα νιάτα μου, επιβεβαιώνει την άποψη όλων, κοινού και ανθρώπων του τραγουδιού, ότι η φωνή του παραμένει δυνατή, αναλλοίωτη και ανέγγιχτη στο χρόνο. Μια φωνή που τη διακρίνει το έντονο πάθος με αέρα, πατήματα, αναπνοές, ηχοχρώματα από Βυζάντιο, Σμύρνη και Γαλατά, που μαζί με την πατρική φλέβα δίνουν στις χορδές και το μέταλλό του αποχρώσεις σπάνιες και ξεχωριστές. Με παράπονο μου είπε: «Δεν υπάρχει σήμερα λαϊκό τραγούδι, λαϊκό χρώμα, βιώματα και προβληματισμός. Έχουμε πλουτίσει τον ήχο αλλά έχουμε χάσει την ουσία, το θέμα. Ο κόσμος έχει τόσες καθημερινές αγωνίες και ανησυχίες και τα περισσότερα τραγούδια μιλούν για γιούλια, κρίνους, χυδαιότητες και χαζομάρες. Δε θέλουν και οι εταιρείες που δεν προωθούν το αυθεντικό λαϊκό, αλλά προσπαθούν να επιβάλλουν θλιβερά υποκατάστατα κάνοντας πλύση εγκεφάλου στον κόσμο».

Η ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΠΕΡΠΙΝΙΑΔΗ
Πρωταγωνιστής αλλά και εργάτης του λαϊκού τραγουδιού δεν εγκατέλειψε ούτε στιγμή το πάλκο και την δισκογραφία. Ακόμη και σήμερα ταξιδεύει στο εξωτερικό, τραγουδά στα πανηγύρια και αρνείται δελεαστικές προτάσεις για εμφανίσεις σε πολυτελή κοσμικά κέντρα. Ο Περπινιάδης είναι ένας άνθρωπος που έχει κάνει τον όρο «Λαϊκός τραγουδιστής» πράξη ζωής. Εδώ και τέσσερις σχεδόν δεκαετίες, ζει στο Χαιδάρι ευτυχισμένος με την οικογένεια του. Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά εμφανίστηκε φέτος στο κέντρο Λάμψη, στην Λεωφόρο Πάρνηθος, προσφέροντας στον κόσμο που κατακλύζει το μαγαζί, γνήσιο λαϊκό τραγούδι και αληθινή διασκέδαση. Εδώ και λίγους μήνες κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Προσκήνιο – Άγγελος Σιδεράτος η αυτοβιογραφία του με τίτλο Πριν το τέλος, που περιέχει σπάνιο αρχειακό και φωτογραφικό υλικό και όλη την ιστορία ενός ζωντανού θρύλου του λαϊκού τραγουδιού. Την έκδοση προλογίζει ο Πάνος Γεραμάνης. Είχα την τιμή να επιμεληθώ την βιογραφία του σπουδαίου αυτού καλλιτέχνη και ανθρώπου και μέσα απ' το άρθρο αυτό θέλω να τον ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη, την αγάπη και την φιλία του και θέλω να του ευχηθώ δύναμη και υγεία. Για να συνεχίζει να μας προσφέρει μοναδικές κι ανεπανάληπτες στιγμές όπως λίγοι πια σήμερα ξέρουν και μπορούν να δώσουν.

20 Νοεμβρίου 2010

Η νέα ιστοσελίδα του ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΥ

Στο νέο site του "Μετρονόμου" www.metronomos.gr μπορείτε να ενημερωθείτε για το περιοδικό, τις εκδόσεις και τις μουσικές παραγωγές του Μετρονόμου.

18 Νοεμβρίου 2010

Συνέντευξη της Μαρίας Φαραντούρη - τεύχος 5 (2002)



Μαρία Φαραντούρη

Τραγούδια που συντροφεύουν τη ζωή μας


του Ηλία Βολιότη - Καπετανάκη*
(Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ, αρ. 5, 2002)

Μια συνομιλία με την Μαρία Φαραντούρη συνιστά και έναν απολογισμό της ως τώρα ζωής μας, καθώς ανήκει στις 3-4 μεγάλες φωνές που ταξίδεψαν τις αγωνιστικές και κοινωνικές μας αναζητήσεις. Το προηγούμενο καλοκαίρι η σπουδαία ερμηνεύτρια αποφάσισε να φυλλομετρήσει με την φωνή της το ίδιο το ελληνικό τραγούδι στην διαδρομή του τον περασμένο αιώνα, με μια συναυλία στο Ηρώδειο. Δύσκολο έως αδύνατο εγχείρημα- θα πείτε. Τώρα αυτή η δουλειά κυκλοφορεί σε ένα διπλό δίσκο και σημειώνει μεγάλη επιτυχία. Δείγμα ότι ο κόσμος στην στειρότητα της παρούσας εποχής αντλεί από τα όμορφα παλιά, πρόσφατα και απώτερα;

Να ξεκινήσουμε με δυο λόγια για τον δίσκο. Ένας αιώνας... ένας αιώνας... τραγούδι. Κομπιάζω γιατί πριν από 10 χρόνια είχα βγάλει με τις εκδόσεις Λιβάνη το πρώτο μου βιβλίο «Ένας αιώνας λαϊκό τραγούδι». Συμπτωματικά αυτός ο τίτλος χρησιμοποιείται...

Μαρία Φαραντούρη: Ναι; Με μια μικρή, όμως, παραλλαγή, «Ένας αιώνας ελληνικό τραγούδι»...

Δυο λόγια λοιπόν για αυτήν την όμορφη συναυλία που παρακολουθήσαμε πέρσι το καλοκαίρι στο Ηρώδειο και έγινε τελικά διπλός ψηφιακός δίσκος...

Μ. Φ.: Με την Ορχήστρα των Χρωμάτων, μια από τις σπουδαίες κλασικές ορχήστρες που όπως θυμόσαστε την ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις. Με αυτήν τραγουδήσαμε τραγούδια του Μίκη, του Μάνου αλλά και λαϊκά, του λεγόμενου ελαφρού ρεπερτορίου, Αττίκ, Γιαννίδη, Χαιρόπουλο, και ορισμένα παραδοσιακά. Προσπαθήσαμε με τον Γιώργο Παπαδάκη που έκανε την επιμέλεια, δηλαδή που υπέδειξε περίπου 100 κομμάτια και από αυτά επέλεξα αυτά που και ταιριάζουν στην φωνή μου και αντικειμενικά θεωρώ ότι είναι αντιπροσωπευτικά του αιώνα, το καθένα για δικό του λόγο.

Ο Μίλτος Λογιάδης είχε την διεύθυνση...

Μ. Φ.: Ο Μίλτος, ο εξαίρετος μαέστρος, και σε κάποια τραγούδια συμμετείχε ο Δημήτρης Ψαριανός ο τραγουδιστής του Μεγάλου Ερωτικού και ο Μανώλης Παπαδάκης, ένας εξαιρετικός βαρύτονος που είπαμε μαζί τις καντάδες. Αρχίσαμε με δημοτικά και καταλήξαμε στους νεώτερους όπως είναι ο Σαββόπουλος και ο Μικρούτσικος. Δεν τραγούδησα όμως κομμάτια της τελευταίας δεκαετίας, είναι πολλά και εδώ χρειάζεται...

Διάβασα το προλογικό σας σημείωμα του δίσκου και συμφωνώ, ότι για τα σημερινά δεν έχει πει ακόμα την γνώμη του ο χρόνος. Αν και η κοινωνία τρέχει σήμερα με μεγαλύτερη ταχύτητα και αυτό έχει τα αρνητικά του, κάποια άσματα μπορεί να χαθούν από τα τωρινά...

Μ. Φ.: Αν και πιστεύω ότι αν κάτι συγκινεί τον κόσμο βαθιά και αληθινά θα τραγουδιέται πάντα, βρίσκει τον δρόμο να διεισδύει και να μένει. Εκτός αν...

...έχουμε θεμελιακές μεταλλάξεις του ανθρώπινου γένους.

Μ. Φ.: Εγώ πιστεύω ότι όσο ζει ο άνθρωπος θα τραγουδά και κάποια τραγούδια θα τον συντροφεύουν, θα τον σημαδεύουν. Το ίδιο θα συμβαίνει και στο μέλλον. Και τώρα μέσα από τον σωρό υπάρχουν ορισμένα πολύ καλά τραγούδια της νέας γενιάς.

Κάνατε μια επιτομή των τραγουδιών του αιώνα και γιατί;

Μ. Φ.: Γιατί ήταν πολλοί οι λόγοι. Πρώτον τα τραγούδια που είπαμε είχαν ένα βάθος και στον χρόνο και στην ποιότητα. Δεύτερον κομμάτια που πηγαίνουν στην δική μου εκφραστική ικανότητα. Τρίτον να μπορούν να παιχτούν με συμφωνική ορχήστρα. Α! Υπήρχε και λαϊκή ορχήστρα, παίξανε λαϊκά τραγούδια που ερμήνευσαν νέα παιδιά. Κάναμε οντισιόν για να φανούν στο Ηρώδειο νέες φωνές, αλλά στον διπλό δίσκο που κυκλοφόρησε είναι κυρίως το υλικό που εγώ τραγούδησα.

Είναι η νοσταλγία του φτασμένου καλλιτέχνη να αποδίδει αυτά τα τραγούδια, κάπου-κάπου να σταματά και να κάνει τον απολογισμό του;

Μ. Φ.: Όχι η νοσταλγία. Η βαθιά επιθυμία, η δίψα του λαού να ακούσει το καλό ελληνικό τραγούδι. Στο γύρισμα του αιώνα υπάρχει τέτοια σύγχυση και η μουσική βιομηχανία ασχολείται με το εμπορικό προϊόν που πάντα αντικαθίσταται αμέσως και εύκολα. Έτσι δεν την ενδιαφέρει τι τραγούδι θα μείνει, αν τραγουδιέται στις παρέες, αν συγκινεί τον κόσμο. Οι εταιρείες προσβλέπουν μόνο στο κέρδος και προωθούν ό,τι εντυπωσιάζει.

Υπάρχει αντίλογος εδώ, ότι αυτή η ταχύτητα της ζωής έχει σαν αποτέλεσμα μια έλλειψη ρεπερτορίου.

Μ. Φ.: Μην τα ρίχνουμε όλα εκεί. Υπάρχουν σοβαρότατα λάθη των εταιρειών. Εδώ και χρόνια αποφάσισαν ότι δεν χρειάζονται τον συνθέτη, μόνο τους τραγουδιστές για να μπορούν να τους ελέγχουν απόλυτα, για να παράγουν εύκολο τραγούδι που διαρκώς αντικαθίσταται γρήγορα. Γίνανε και τόσες πολλές εταιρείες... Βγάζουν αμέτρητα τραγούδια... Όχι νοσταλγία λοιπόν... Το καλό ελληνικό τραγούδι δεν έχει χαθεί. Μπορεί να μην τραγουδήθηκε τα τελευταία χρόνια, αλλά τώρα βλέπουμε την βαθιά ανάγκη να το γνωρίσει η νέα γενιά που δεν το άκουγε γιατί της το είχαν αποκρύψει από τα ραδιόφωνα. Εσείς ακούσατε κανένα ραδιόφωνο να βάζει την «Συννεφιασμένη Κυριακή»; Ακούγατε τον Καζαντζίδη; Έπρεπε να αρρωστήσει ο άνθρωπος και να πεθάνει για να ακούσουμε στα ραδιόφωνα τα υπέροχα τραγούδια του, για τον μετανάστη, για την εργατιά, για τον προδομένο έρωτα, κάποια που είναι τόσο κλασικά. Και τώρα ξαφνικά τα ανακαλύψανε γιατί είδανε και εδώ κέρδος οι εταιρείες.

Οι καταξιωμένες φωνές δεν έχουν σήμερα μεγαλύτερο πρόβλημα να πούνε καταξιωμένα τραγούδια; Είναι άλλο πράγμα να βγαίνει κανείς σήμερα και να σκέφτεται: προκειμένου να μην μείνω στην αφάνεια ας τραγουδήσω ένα μέτριο τραγούδι, ενώ εσείς μετά τον Μίκη και τον Μάνο δεν μπορείτε να τραγουδάτε ό,τι κι ό,τι μόνο και μόνο για να είσαστε στα μικρόφωνα.

Μ. Φ.: Θέλετε να πείτε ότι είμαι δέσμια του καλού μου ρεπερτορίου, των καλλιτεχνικών μου επιλογών;

Ναι, είναι ένας σκόπελος για τους σπουδαίους τραγουδιστές.

Μ. Φ.: Συμφωνώ, αλλά χωρίς να χάνουμε την αισιοδοξία, αν λίγο ανησυχήσεις, αν λίγο ψάξεις, αν ακούσεις και πέντε πράγματα από το εξωτερικό, πάντα βρίσκεις καλά τραγούδια. Εργάζομαι, η καινούρια μου δουλειά θα είναι τραγούδια του κόσμου. Έχω μαζέψει πολύ ωραία από διάφορες χώρες, τα οποία τα μεταφράζουμε και θα τα περάσουμε και στο ελληνικό ρεπερτόριο.

Επόμενο κεφάλαιο. Η φωνητική προσέγγιση ετερογενών ως προς το είδος τραγουδιών. Ασχοληθήκατε με όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού.

Μ. Φ.: Μα πώς αλλιώς θα δικαιολογούσαμε το θέμα μας που είναι ένας αιώνας ελληνικό τραγούδι.

Η ερώτηση, λοιπόν, είναι αν υπάρχουν προβλήματα στην φωνητική προσέγγιση αυτών των τραγουδιών.

Μ. Φ.: Μα για αυτό επέλεξα αυτά που είχα την εντύπωση ότι μπορώ να τα προσεγγίσω πάντα με την δική μου εκφραστική δύναμη. Για παράδειγμα ποτέ δεν θα έλεγα τραγούδια που θέλουν μια λαϊκή, ψιλή φωνή. Τραγούδια που πάνε στην φωνή μου και ταυτόχρονα είναι γνωστά πολύ στον κόσμο. Δύσκολη επιλογή. Δεν μπορεί να πει κανείς ότι πετυχαίνει απόλυτα τον στόχο του. Είναι τόσα πολλά και υπέροχα τραγούδια που δυο και τρεις δίσκοι δεν φτάνουν για να τα συμπεριλάβεις σε ένα δείγμα αντιπροσωπευτικό. Είχα την τύχη όμως να ακούσω σπουδαίους ερμηνευτές και συνθέτες. Δεν είναι μόνο ο Μάνος και ο Μίκης που δόξασαν την Ελλάδα στο εξωτερικό. Έχουμε και άλλους σπουδαίους, για παράδειγμα ο Αττίκ.

Το πρόσεξα αυτό. Βάλατε για παράδειγμα το παραδοσιακό «Μεσοπέλαγα αρμενίζω» στην εκδοχή του «Αχ μελαχρινό μου!» με τον Λευτέρη Μενεμενλή που είναι σήμερα ξεχασμένος. Το επόμενο ερώτημα είναι: μια σπουδαία τραγουδίστρια σαν και σας προσαρμόζει την φωνή της στα τραγούδια ή αντίστροφα;

Μ. Φ.: Και τα δυο. Προσπαθείς να βρεις την χρυσή τομή. Γιατί σίγουρα, δεν μπορείς να τα αλλάξεις τελείως αλλά και δεν είναι δυνατόν να παραβλέψεις την δική σου έκφραση. Προσπαθώ πάντα να κρατώ τα χαρακτηριστικά μου. Βέβαια αν χρειάζεται πιο λυρική φωνή, για παράδειγμα, θα το κάνω έτσι. Ούτε υποστήριξα ότι είμαι λαϊκή τραγουδίστρια επειδή είπα την «Συννεφιασμένη Κυριακή», αλλά όλοι μας έχουμε τραγουδήσει στις παρέες μας, για παράδειγμα την «Αχάριστη», έτσι δεν είναι;

Αυτό το «λαϊκός» είναι μια σύμβαση που υπογράφουμε για να συνεννοούμαστε, γιατί δηλαδή το Μαουτχάουζεν, για παράδειγμα δεν έχει λαϊκά τραγούδια;

Μ. Φ.: Έτσι νομίζω και εγώ...

Να σας κάνω μια πιο... θεατρική ερώτηση; Ο τραγουδιστής και η τραγουδίστρια παίζουν ρόλους. Πώς είναι δυνατόν μια τραγουδίστρια να ερμηνεύει στην ίδια παράσταση τόσο διαφορετικούς ρόλους, τόσο διαφορετικών εποχών;
Μ. Φ.: Ε! μην υπερβάλλουμε κιόλας... Κοιτάξτε, το τραγούδι έχει μικρότερη ζωή σε χρόνο, ο θεατρικός ρόλος είναι μια άλλη ιστορία.

Μήπως όμως στο σύντομο του τραγουδιού είναι πιο απαιτητική η τρίλεπτη... θεατρική παράσταση;

Μ. Φ.: Ναι, σίγουρα, αλλά τι να σας πω, μπορεί να χρησιμοποίησα τραγούδια από άλλες εποχές, αλλά δεν ήταν τελείως έξω από το μουσικό είδος το οποίο υπηρετώ. Δεν θα μπορούσα για παράδειγμα να πω heavy metal, μπαλάντα όμως μπορώ να πω. Μπλουζ μπορώ γιατί η φωνή μου έχει μια τέτοια τάση.

«Ο γέρο- νέγρο Τζιμ» στα Νέγρικα είναι μπλουζ.

Μ. Φ.: Ναι. Ούτε πάλι μπορώ να πω κλασικό τραγούδι. Για αυτό σας είπα, επέλεξα τραγούδια που μου ταιριάζουν και αυτό ίσως φάνηκε από την επιτυχία μέχρι τώρα του δίσκου. Έκανα και εγώ μια προσπάθεια, βέβαια, άλλα τα είπα πιο λυρικά από ό,τι στο παρελθόν. Παλιά επειδή ο Μίκης ήθελε να δίνει περισσότερη δύναμη...

Ήταν πιο επικός...

Μ. Φ.: Έδινε ένα τέτοιο ύφος και προσαρμοζόμουνα και εγώ. Τώρα με μια τέτοια ορχήστρα μου δίνει και μένα ευκαιρία διαφορετικής προσέγγισης.

Όλα αυτά τα τραγούδια πώς ηχούν σήμερα σε ένα κόσμο αδιάφορο και βολεμένο; Ρωτώ από την θέση του ερμηνευτή που είναι στο πάλκο και όχι από αυτήν του απαιτητικού ακροατή.
Μ. Φ.: Δεν ξέρω αν με πείτε υπερβολικά αισιόδοξη. Μετά όμως από απουσία 15 χρόνων αυτής της μουσικής από τα ραδιόφωνα και τις δισκογραφικές εταιρείες, ο κόσμος διψάει για αυτά τα τραγούδια, για αυτό τα υποδέχτηκε με τόση θέρμη. Και όχι μόνο αυτά, κάθε τι καλό, παράδειγμα ο δίσκος του Σαββόπουλου, τα τραγούδια του Μίκη με τον Πάριο, τον Μπάση και άλλους ερμηνευτές, έχουν μεγάλη απήχηση.

Αυτό σημαίνει ότι γυρνάμε πίσω ή ότι ο κόσμος αρχίζει να ψάχνεται;

Μ. Φ.: Πηγαίνουμε στο μέλλον δια μέσου του παρελθόντος. Για να μην γίνει παρεξήγηση: Ένα καλό τραγούδι δεν μπορείς να πεις ότι ανήκει μόνο στο παρελθόν, ή στο παρόν, είναι για πάντα, αυτό λέμε διαχρονικότητα.

Δεν διαφωνώ μαζί σας, αλλά γιατί δεν συγκινούσε πριν 5 χρόνια;

Μ. Φ.: Μα δεν το άκουγε ο κόσμος. Μόνο το κρατικό ραδιόφωνο το μετέδιδε και αυτό πολλές φορές λειτουργεί με την... λογική: Ποια είναι η μόδα; Ας συμπορευτώ και εγώ. Η εποχή δεν το ήθελε. Την εποχή όμως την κάνουν κάποια συμφέροντα, κάποιοι άνθρωποι διαμορφώνουν τα γούστα. Σε όλα αυτά υπάρχουν παρέες, στέκια και συμφέροντα που διαμορφώνουν το κατεστημένο κάθε εποχής.

Τι έγιναν οι θρυλικές συναυλίες μετά την Μεταπολίτευση, να ελπίσουμε ότι θα ξανάρθουν;

Μ. Φ.: Δεν είναι οι μεγάλες συναυλίες ζητούμενο. Πιστεύω ότι έχει ανάγκη από τέχνη ο κόσμος, από αλήθεια, ένα καλό θέατρο, ένα καλό σίριαλ στην τηλεόραση, το καλό βιβλίο, το όμορφο τραγούδι. Βέβαια και σήμερα υπάρχουν καλά τραγούδια. Παράγονται όμως γενικά τόσα πολλά σκάρτα και επαναλαμβανόμενα που ο κόσμος δεν προλαβαίνει να ασχοληθεί με τα καλά. Όπότε ακούγοντας κάτι αληθινό, κάποιοι το έχουν ακούσει παλιά, κάποιοι νεώτεροι το πρωτογνωρίζουν, αισθάνονται ότι τώρα αυτή είναι η αναφορά τους μέχρι να βγει κάτι καινούριο.

Πολιτικό ή ερωτικό τραγούδι. Τότε και σήμερα. Τι άλλαξε και όλα αυτά τα όμορφα μελωδίσματα που έδεναν αρμονικά τον έρωτα με την κοινωνία χάθηκαν;

Μ. Φ.: Τι άλλαξε! Πάρα πολλά, η κοινωνία, η ζωή, οι ανάγκες μας... Επιμένω όμως, το καλό τραγούδι είτε είναι επικό, είτε λυρικό, πάντα θα υπάρχει. Θα στολίζει τις αξίες του Ελληνισμού, την κουλτούρα μας.

Είναι η προίκα της ανθρωπότητας. Κάθε γενιά φέρνει την προίκα της στην ζωή.

Μ. Φ.: Πραγματικά, οι Έλληνες, μια τόσο μικρή χώρα, με τόσο πλούσια ιστορία και τόσα πολλά που έχουν δώσει στην τέχνη! Λέτε τότε και τώρα. Τι να συγκρίνει κανείς; Θυμόσαστε πόσοι καλλιτέχνες αναγκάστηκαν παλιότερα να φύγουν στο εξωτερικό γιατί δεν μπορούσαν εδώ, γιατί κυνηγήθηκαν ιδεολογικά, είτε γιατί η κοινωνία δεν τους άντεξε;

Τώρα όμως κυρία Φαραντούρη πέσαμε στο άλλο άκρο, στη αφασία της νομιμότητας. Μήπως θέλουμε... κυνήγι τελικά για να κάνουμε σπουδαίο έργο;


Μ. Φ.: Όχι και έτσι! Θα ήταν μεγάλο λάθος αυτό!

Μήπως το σύστημα εξουσίας δεν έχει υποβαθμίσει, δεν φιλτράρει τις ανάγκες του κόσμου;

Μ. Φ.: Είναι πάρα πολλά. Ελέγχει τον κόσμο και του δίνει την πολιτιστική τροφή που αυτό επιθυμεί μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Στο όνομα, όμως, της ελευθερίας, λένε ότι γίνονται όλα.
Δεν νοσταλγήσατε τον Μίκη, τον Μάνο, την ατμόσφαιρα της εποχής;

Μ. Φ.: Δεν μου αρέσει η λέξη νοσταλγία, είναι σα να θέλεις να τα ξαναφέρεις, να φέρεις πίσω το τραγούδι, την ευαισθησία, την τέχνη. Οι εποχές αυτές δεν μπορεί να ξανάρθουν, εξέφραζαν άλλες ανάγκες. Σπουδαία πράγματα μπορείς να κάνεις και σήμερα, σε ένα μικρό χώρο, με την παρέα σου.

Τι κάνουν λοιπόν οι καλλιτέχνες στην εποχή της αποπολιτικοποίησης;

Μ. Φ.: Ξέρετε, είναι λίγο μουδιασμένοι. Κυριαρχούσαν άλλα ρεύματα τα τελευταία χρόνια που ονομάστηκαν, ψευδώς για μένα, ποιοτικά και δεν υπηρετούσαν καθόλου την ποιότητα. Και δεν μιλώ για την αντίπερα όχθη, για το λεγόμενο διασκεδαστικό τραγούδι που έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.
Εγώ το λέω καθαρά, σκυλάδικο, επιτρέψτε μου την φράση.

Μ. Φ.: Εντάξει, αυτό δεν αλλάζει, μπορεί να περιορίζεται ή να επεκτείνεται, αλλά εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτό. Μιλάμε για τον χώρο του τραγουδιού που ευφραίνει την καρδία, αγωγή ψυχής. Σε αυτόν υπάρχουν σπουδαίοι νέοι καλλιτέχνες που θα πρέπει να ακούγονται περισσότερο. Γιατί και εκεί πέφτει έλεγχος. Λένε οι εταιρείες μέχρι αυτού του σημείου θα προβάλλεται ο τάδε συνθέτης ή τραγουδιστής. Μας έβγαλε κάποιο σουξέ; Ε! Μόνο αυτό το σουξέ θα παίζεται. Είμαι αισιόδοξη ότι τα επόμενα χρόνια θα βγει- βγαίνει ήδη- το καινούριο λαϊκό ελληνικό τραγούδι που σηματοδοτεί την εποχή του. Αυτό δεν μπορεί να το κάνουν οι παλιοί συνθέτες, ούτε να το ερμηνεύσουν οι παλιοί τραγουδιστές. Θα βγεις από τους νέους. Εμείς σεγκοντάρουμε, που λένε...

Μου κάνατε ωραία πάσα. Πως αντιδρά η φτασμένη τραγουδίστρια; Ακολουθεί την μόδα, αναπαύεται στις δάφνες της- και καλά κάνει γιατί κουράστηκε, δούλεψε να φτάσει ως εδώ- ή προσπαθεί να ανοίγει νέους δρόμους;

Μ. Φ.: Μάλλον το τελευταίο, θα έλεγα. Έτσι θα έπρεπε να κάνει. Εδώ υπάρχει ένα οξύμωρο. Λένε ότι δεν είναι ίδια τα πράγματα, τότες υπήρχε φτώχεια, δεν είχαμε δημοκρατία. Μα και τώρα υπάρχει μεγάλη ανεργία. Δεν υπάρχουν μεγάλα προβλήματα; Βλέπεις δεν τα αγγίζει κανείς. Όλο για τον έρωτα μιλάνε.

Αλήθεια πως βλέπετε αυτήν την μονοδιάστατη προσήλωση στον κλαψιάρικο έρωτα; Ρωτώ μια τραγουδίστρια που είχε την τύχη να πει υπέροχα ερωτικά τραγούδια του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι και άλλων μεγάλων συνθετών...

Μ. Φ.: ...οι οποίοι είχαν την ευαισθησία και το ταλέντο να εκφράσουν και άλλα προβλήματα και παγκόσμια ζητήματα. Δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Παντού τους στενεύουνε σήμερα τους καλλιτέχνες. Τους ελέγχουν και τους βάζουν να περπατάνε στο μονοπάτι που θέλουν. Όση επιτυχία και να έχεις- σου λένε- μην ξεφύγεις από εκεί που σου ορίζουμε. Αλλάζουν και τα πράγματα. Τώρα οι νέοι συνθέτες εκφράζουν την μοναξιά στην σύγχρονη πόλη, στις διαπροσωπικές σχέσεις... Εκφράστηκαν πολλές φορές με καλό τρόπο αλλά δεν αρκεί αυτό.

Εντάξει και ο Μίκης για παράδειγμα με τον Καμπανέλλη εκφράσανε την απόγνωση και την μοναξιά σε ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης...

Μ. Φ.: Ίσως οι νέοι ψάχνουν να βρουν νέους τρόπους να εκφραστούνε.

Μήπως τελικά ψάχνουν να βρούνε άλλοθι;

Μ. Φ.: Όχι, μην είστε τόσο σκληρός... Ίσως πάλι να έχετε δίκιο... Ναι κάποιοι ψάχνουν για άλλοθι.

Άρα δεν είναι σήμερα πιο δύσκολο να ανοίξουμε νέους δρόμους...

Μ. Φ.: ...και υπάρχει πολυπλοκότητα, είναι πάρα πολλά τα πράγματα που περιβάλλουν έναν ευαίσθητο άνθρωπο που θέλει να εκφραστεί. Τότε για παράδειγμα δεν υπήρχαν πολλές εταιρείες. Ούτε τόσα ανταγωνιστικά συμφέροντα. Εμείς για παράδειγμα, τελευταία γνωρίσαμε τον παραγωγό. Τότε ήταν ο συνθέτης και η επαφή του με τον κόσμο. Έφτιαχνε ένα έργο, το περνούσε στον κόσμο, έβλεπε τις αντιδράσεις του και μετά ο εταιρειάρχης το δισκογραφούσε...

Με συγχωρείτε που σας διακόπτω, αλλά το φαινόμενο του παραγωγού και της αποπομπής του συνθέτη συμβαίνει από την δεκαετία του 1960. Ίσως εσείς, ο Μπιθικώτσης και άλλοι τραγουδιστές είχατε την ευτυχία να συνεργαστείτε με συνθέτες μεγάλης εμβέλειας όπως ο Μίκης και ο Μάνος, οπότε δύσκολα οι εταιρείες θα τους υποκαθιστούσαν με τους παραγωγούς...

Μ. Φ.: Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο όλα αυτά τα χρόνια που τους είχαν στην γωνία και τους είπανε δεν σας έχουμε ανάγκη. Ξέρετε και κάτι άλλο; Στο όνομα των νέων συνθετών οι εταιρείες αγνόησαν τους παλιούς, δήθεν για να μπει νέο αίμα. Αλλά και οι καινούριοι συνθέτες μόνοι τους βγήκαν οι άνθρωποι, με το ταλέντο και την ευαισθησία τους. Είδατε τι προτείνουν σήμερα οι εταιρείες στον κόσμο να αγοράσει.

Πώς βλέπει η Μαρία Φαραντούρη τα νέα παιδιά, με τα όμορφά τους άσματα, τους συμβιβασμούς τους, το άνισο έργο, τις εξάρσεις και τις απογοητεύσεις τους;

Μ. Φ.: Χωρίς να θέλω να δικαιολογήσω καταστάσεις, δεν φταίνε τα νέα παιδιά για το κατάντημα του εμπορικού τραγουδιού, αν και πιστεύω ότι θα μπορούσαν πιο πολύ να διεκδικούν το καλό τραγούδι. Έχω μια περίεργη σχέση μαζί τους. Πάντα πίστευα ότι θα βρουν, όσοι θέλουν και ανησυχούν, την αλήθεια στην τέχνη. Και εμείς εδώ είμαστε.

***
* Η συνέντευξη της Μαρίας Φαραντούρη έγινε στην εκπομπή «Μουσικό Σεργιάνι» της ΕΡΑ-5, την Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2002.

15 Νοεμβρίου 2010

Την Τρίτη 16/11 η παρουσίαση του "Απόπλου" στον Ιανό


Το περιοδικό και οι εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ σας προσκαλούν
την Τρίτη 16 Νοεμβρίου στις 20.00 στον Ιανό (Σταδίου 24)

στην παρουσίαση του νέου άλμπουμ
Απόπλους

του συνθέτη Μιχάλη Τερζή σε στίχους του Δημήτρη Λέντζου
Θα τραγουδήσουν:
Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Κώστας Μακεδόνας, Γεράσιμος Ανδρεάτος, Παντελής Θεοχαρίδης, Γιώργος Μπαγιώκης, Σοφία Παπάζογλου
Φιλική συμμετοχή: Σοφία Μιχαηλίδου
Θα μιλήσει ο συνθέτης Αλέξης Βάκης
και ο σκηνοθέτης-δημοσιογράφος Αντώνης Μποσκοΐτης

12 Νοεμβρίου 2010

Ηλίας Βολιότης - Καπετανάκης: "Μούσα Πολύτροπος"


Ηλίας Βολιότης – Καπετανάκης

Μούσα Πολύτροπος
Μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο «ρεμπέτικο»

Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ηλίας Βολιότης-Καπετανάκης στο νέο βιβλίο του "ΜΟΥΣΑ ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΣ. Μελωδική και κοινωνική διαδρομή από το δημοτικό στο 'ρεμπέτικο'", μας καλεί σε ένα άκρως ενδιαφέρον μελωδικό ταξίδι με πρωτοδημοσίευτες αποκαλύψεις ανατρέποντας τις μέχρι τώρα ανιστόρητες θέσεις ερευνητών και ποικίλων «ρεμπετολόγων» που μεταφέρουν μηχανιστικά γαλλικά ή άλλα ευρωπαϊκά μελετητικά μοντέλα και μέσα σε αυτά θέλουν να πνίξουν τα μελωδικά καλούδια των ελληνικών πληθυσμών, οι οποίοι συρρέουν στα εγχώρια ανάπηρα αστικά κέντρα και στα ξένα σκλαβοπάζαρα. Ωστόσο το πιο σημαντικό είναι ότι ο συγγραφέας δεν περιορίζεται στην με επιθετική γλώσσα διατύπωση προσωπικών απόψεων. Παραθέτει πληθώρα στοιχείων πάνω στια οποία αυτές εδράζονται. Ενδεικτική σταχυολόγηση εικόνων από την λαϊκή μουσική μας ιστορία:
* Οι απαρχές του τραγουδιού από τους αρχαιοελληνικούς τρόπους στα αραβοπερσικά μακάμια, στους βυζαντινούς ήχους και στα μυστήρια «ρεμπέτικα» καραντουζένια. Οι μουσικές διεργασίες στην εκκλησιαστική και κοσμική μουσική του Βυζαντίου. Οι Ρωμιοί συνθέτες της Πόλης και οι ασίκηδες της Ανατολής.

* Οι αναζητήσεις στο νεοσύστατο ελληνικό κρατίδιο. Οι πρώτες βεγγέρες. Κλέφτικα και άλλα δημοτικά άσματα εναντίον βαυαρικών εμβατηρίων. Τα πρώτα λαϊκά μουσικά αστικά πειράματα και η ανίατη ξενομανία της άρχουσας τάξης. Η μουσική στο Κωμειδύλλιο και στην Αθηναϊκή Επιθεώρηση. Οι έντιμες πλην ατελέσφορες προσπάθειες των συνθετών της Επτανησιακής και της Αθηναϊκής Καντάδας. Τα τραγούδια του Καραγκιόζη.
* Η περιφρονημένη από την εξουσία δημοτική παράδοση που όσο την πολεμά η άρχουσα τάξη τόσο καρπίζει πρωτότυπο έργο και διαρκώς μετουσιώνεται στο λαϊκό τραγούδι των αστικών κέντρων. Για πρώτη φορά αναλύεται σε βάθος ο μηχανισμός μετάβασης από το δημοτικό στο «ρεμπέτικο» τραγούδι. Το δίστιχο, το ταξίμι και ο αμανές, δηλαδή ο διαρκής, πληθωρικός, ποικιλώνυμος και ποικιλότροπος στιχουργικός, οργανικός και φωνητικός αυτοσχεδιασμός, η μαμή της μουσικής σε ολόκληρη την μεσογειακή λεκάνη, «ξεγεννά» και το ελληνικό λαϊκό αστικό τραγούδι.
* Οι φυλακές, ο στρατώνας, οι συντεχνίες και η συμβολή τους στην λαϊκή μούσα. Τι τραγουδάνε οι εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες μετανάστες, που παίρνουν το δρόμο για τα αμερικάνικα σκλαβοπάζαρα;

* Ο «βραχνάς» της ανατολικής μουσικής στην Αθήνα με βάση τα θεάματα των εφημερίδων μετά το 1855 και οι επιμειξίες της με τα ελλαδίτικα την ίδια εποχή τραγούδια. Η ανάδυση του Πειραιά σαν το κέντρο της λαϊκής πολιτιστικής ζωής.
* Σμύρνη-Κωνσταντινούπολη-Θεσσαλονίκη κοιτίδες προηγμένης αστικής και μουσικής ζωής. Εστουδιαντίνες, μισμαγιές, σεφαραδίτικα τραγούδια και άλλα πειράματα που συγκλίνουν μετά την Καταστροφή για την νέα μουσική επανάσταση.

* «Σμυρναίικα» και «Πειραιώτικα» «ρεμπέτικα». Η «Τετράς η Ξακουστή, του Πειραιώς». Η λογοκρισία. Ο μύθος του χασικλίδικου ρεμπέτικου. Το κοσμικό …περιθώριο του λεγόμενου ελαφρού τραγουδιού.

* Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το τραγούδι. Το ολέθριο παραμύθι της «Τραγουδίστριας της Νίκης» και τα αληθινά τραγούδια με τα οποία πολεμά και αντιστέκεται ο λαός. Το «ρεμπέτικο» η μοναδική απαντοχή στο άθλιο μετεμφυλιακό κλίμα υπερβαίνει την φασιστική λογοκρισία.

* Ο… διάλογος των προκατειλημμένων κωφών για το «ρεμπέτικο» από το 1947 μέχρι σήμερα.
Το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο είναι του Γιώργου Σταθόπουλου. Ο Σώτος Αλεξίου φιλοτέχνησε σχέδια χαρακτηριστικά της ατμόσφαιρας της εποχής και ο Νίκος Μπλαζάκης φιγούρες Καραγκιόζη.

10 Νοεμβρίου 2010

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Μπάση - τεύχος 4 (2002)

Δημήτρης Μπάσης

Επανεκτέλεση & δημιουργία

του Ηλία Βολιότη- Καπετανάκη
(Περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τεύχος 4, 2002)

Όταν ο Μίκης Θεοδωράκης συνάντησε τον Δημήτρη Μπάση βγήκαν δυο δίσκοι με επανεκτελέσεις τραγουδιών του μεγάλου συνθέτη που δείχνουν μια ακόμα πλευρά της διαχρονικότητας του σπουδαίου έργου. Μπορεί να εμπνέει και να ψυχαγωγεί και την νέα γενιά των τραγουδιστών και μέσω αυτών να γίνεται πιο προσιτό στους συνομηλίκους τους. Η αρχή της συνεργασίας γίνεται με «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» και συνεχίζεται με τα ερωτικά του Μίκη υπό τον τίτλο «Η αγάπη είναι φωτιά». Μετά το δημοτικό και το ρεμπέτικο μια «νέα» παράδοση παίρνει σιγά-σιγά την θέση της στην τεράστια ελληνική μελωδική προίκα, με τα έργα ή τα σκόρπια τραγούδια των κατοπινών λαϊκών συνθετών κατά τον ίδιο... πατροπαράδοτο τρόπο: Επανεκτελούνται ή γίνονται στημόνι για τα επόμενα κεντήματα της ελληνικής λαϊκής μουσικής. Παιδί μεταναστών ο Δημήτρης Μπάσης γεννιέται στη Γερμανία, αλλά στα οκτώ του χρόνια πραγματοποιεί το όνειρο του επαναπατρισμού. Ο ίδιος θεωρεί σημαντική την επίδραση της μετανάστευσης στην πορεία του. «Από μικρό παιδί τα αυτιά μου γέμισαν ελληνική μουσική, συνδετικός κρίκος με την πατρίδα. Αυτή η μουσική μας ταξίδευε στην Ελλάδα και τόνιζε το όνειρό μας ότι κάποια στιγμή πρέπει να γυρίσουμε στις ρίζες μας»- λέει. Μαζί με τον παιδικό πόθο να γίνει τραγουδιστής. Φυσικά δεν τολμούσε να τον εκφράσει, αφού όλοι οι γονείς μας, πολύ περισσότερο στην επαρχία, θέλουν να γίνει το καμάρι τους, γιατρός, δικηγόρος, πολιτικός μηχανικός, άντε πυρηνικός επιστήμονας και όχι... ανυπόληπτος καλλιτέχνης. Όταν όμως επιθυμείς κάτι πολύ... Αλλά καλύτερα να μας τα πει ο ίδιος...
-----

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΑΣΗΣ: Είναι φυσικό να υπάρχουν προκαταλήψεις σε κάθε μικρή κοινωνία. Μπορεί να έχει λάμψη αλλά οι γονείς θεωρούν ότι ο καλλιτεχνικός χώρος δεν είναι καθαρός, ότι κρύβει παγίδες. Η πρώτη μου επαφή με την μουσική ήταν η εκκλησία. Όταν γυρίσαμε στην Ελλάδα σαν οικογένεια εκκλησιαζόμασταν τακτικά. Εκεί ανακάλυψα τη μαγεία της βυζαντινής μουσικής. Πολύ γρήγορα αυτή η αγάπη με οδήγησε σε ηλικία 9 ετών στο ψαλτήρι και να ψάλλω δίπλα στον ψάλτη του χωριού. Για καλή μου τύχη ήταν γνώστης της βυζαντινής μουσικής, με σπουδές. Άρχισα, λοιπόν τα μαθήματα στο σπίτι με τον Θεόδωρο Αβρουζίδη. Δεν με έφταναν και σπούδασα και στο Μακεδονικό Ωδείο Γιαννιτσών.
Και το βάφτισμα του πυρός;
Δ. Μ.: Πρώτη εμφάνιση στην πόλη μου, στο Κιλκίς από όπου και κατάγομαι. Με την υποστήριξη των φίλων μου κάποια στιγμή ανέβηκα στο πάλκο, κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή. Τον επόμενο χρόνο κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη και δουλεύω σε μια καινούρια τότε μουσική σκηνή. Αυτά γίνονται σε ηλικία 20-21 ετών. Το μαγαζί λεγόταν "Πουέρτο" και είναι σταθμός στην καριέρα μου γιατί διαδόθηκε στην Θεσσαλονίκη το νέο ότι ένας πιτσιρικάς τραγουδά στο μαγαζί πολύ καλά. Με αφορμή αυτήν την φήμη πολλοί περνούσαν να γνωρίσουν τον... πιτσιρικά. Μεταξύ αυτών και ο Σταμάτης Κραουνάκης, από τότε κυνηγός ταλέντων. Τον χειμώνα του 1992 με ακούει και μου προτείνει να κατεβώ στην Αθήνα και να ενταχθώ στην ομάδα τους που τότε αποτελείτο από την Άλκηστη Πρωτοψάλτη, την Λίνα Νικολακοπούλου και τον νεοφερμένο Κώστα Μακεδόνα. Ήρθα Αθήνα και άρχισε να ξεδιπλώνεται το κουβάρι.

Και το δισκογραφικό βάφτισμα;
Δ. Μ.: Το παίρνω τον Απρίλιο του 1997 με τον πρώτο προσωπικό δίσκο με τραγούδια του Κώστα Φαλκόνη και του Χρήστου Παπαδόπουλου. Αυτός ο δίσκος έχει και 3 τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου αλλά πολύ γρήγορα επισκιάστηκε γιατί 6 μήνες αργότερα κυκλοφόρησε το σάουντρακ "Ψίθυροι καρδιάς" το οποίο σημείωσε τεράστια εμπορική επιτυχία και ουσιαστικά ο κόσμος ξέρει σαν ξεκίνημά μου αυτό το σάουντρακ με την υπογραφή του Χρήστου Νικολόπουλου.

Τηλεοπτική αφετηρία…
Δ. Μ.: Για μένα ήταν δισκογραφική καριέρα γιατί η τηλεόραση ήταν αφορμή να ακουστεί το τραγούδι και να αγαπηθεί γρήγορα και εύκολα...

Να περάσουμε στο κύριο θέμα: Επανεκτελέσεις τραγουδιών και το ρίσκο που κρύβουν για τον καλλιτέχνη.
Δ. Μ.: Πρέπει στις δεύτερες εκτελέσεις να προσεγγίζουμε με σεβασμό τα τραγούδια. Να μην προσβάλεις το μεγαλείο που έχει κάθε τραγούδι. Λέω ναι στην δεύτερη εκτέλεση όταν γίνεται με τον τρόπο που αναφέραμε. Είχα μια πρόσφατη εμπειρία με το «Σπασμένο καράβι», ένα single που κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο και έγινε πολύ γρήγορα χρυσό.

Αλήθεια πώς σου φαίνεται με την απόσταση κάποιου χρόνου; Επειδή είμαι ευθύς και δεν κολακεύω, εμένα δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η εκτέλεση...
Δ. Μ.: Θα σου πω το εξής: θέλησα να δώσω ένα άλλο χρώμα σε αυτό το τραγούδι. Σίγουρα όταν κάνεις κάτι δεν μπορεί να αρέσει σε όλον τον κόσμο.

...και δεν φταις εσύ, φταίει η εξεζητημένη ηλεκτρονική ενορχήστρωση.
Δ. Μ.: Κοίταξε να δεις, εγώ πιστεύω ότι το κομμάτι αποδόθηκε με έναν άλλο τρόπο, έγινε εμπορική επιτυχία και θα κρατήσω το εξής: παιδιά 15-16 χρόνων που έρχονται στο καμαρίνι μου λένε «συγχαρητήρια για το καινούριο σας τραγούδι». Και τους εξηγώ φυσικά ότι είναι του Γιάννη Σπανού σε ποίηση Γιάννη Σκαρίμπα με πρώτο εκτελεστή τον Καράλη. Αμέσως οι νέοι ανακαλύπτουν τα μεγάλα τραγούδια παλιότερων δημιουργών. Κάνει καλό η επανεκτέλεση.

Δεν διαφωνώ με αυτά που λες, αλλά επιμένω στο «Σπασμένο καράβι» φταίει η ηλεκτρονική εκφορά της μελωδίας...
Δ. Μ.: Σέβομαι την άποψή σου και μου αρέσει να ακούω να μιλάνε στα ίσα. Αλλά η πρώτη εκτέλεση έχει μια και μοναδική γοητεία.

Αποστασιοποιήσου από την δική σου ερμηνεία στο τραγούδι που την θεωρώ έντιμη. Γιατί να βάλουμε τόσα ηλεκτρονικά μπιχλιμπίδια στο τραγούδι που αλλοιώνουν την ατμόσφαιρά του;
Δ. Μ.: Διότι η μουσική εξελίσσεται. Δεν έγινε κάτι ακραίο. Απλώς δόθηκε ένας ηλεκτρισμός στο τραγούδι που πιθανόν εκείνη την εποχή να μην υπήρχαν τα μέσα για να δοθεί.

Να μιλήσουμε τώρα για την δουλειά σου με τον Μίκη.
Δ. Μ.: Ένας δίσκος με την υπογραφή και την σφραγίδα του μεγάλου Μίκη Θεοδωράκη...

...ο οποίος μετά από 15 χρόνια ξαναμπαίνει στο στούντιο, αυτό είναι το σημαντικότερο.
Δ. Μ.: Ίσως είναι το πιο σημαντικό πράγμα που έχω καταφέρει στην καριέρα μου. Ένας δίσκος με τον Μίκη Θεοδωράκη που ο ίδιος διευθύνει και ενορχηστρώνει. Ό,τι και να πούμε εμείς για αυτές τις εκτελέσεις τον πρώτο λόγο έχει ο Μίκης Θεοδωράκης. Τα συναισθήματα είναι ανάμικτα. Είμαι πανευτυχής που έχω στις αποσκευές μου αυτόν τον δίσκο. Υπάρχει όμως η αγωνία και το άγχος, διότι πραγματικά αυτά τα τραγούδια έχουν ερμηνευθεί από πολύ μεγάλες φωνές με κορυφαίο τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, που για μένα είναι η μεγαλύτερη φωνή μαζί με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Μοιραία γίνεται σύγκριση. Υπάρχει ωστόσο και το άλλοθι του μεγάλου συνθέτη που επιλέγει έναν καλλιτέχνη της νέας γενιάς και με όχημα αυτόν θέλει να διαδώσει την μουσική του στις νεώτερες γενιές.

Υπάρχει και το «άλλοθι» που είπε ο Μίκης στην συνέντευξη παρουσίασης του δίσκου: Αν ένα τραγούδι μείνει ειπωμένο πριν 20-30-40 χρόνια και δεν ξαναεκτελεστεί κινδυνεύει να ξεχαστεί.
Δ. Μ.: Εγώ θα προσθέσω και το άλλο, μακάρι μετά από 30 χρόνια κάποιοι νέοι τραγουδιστές να επανεκτελέσουν δικά μου τραγούδια. Έτσι διαδίδονται τα καλά τραγούδια. Επειδή υπάρχει μια στειρότητα στην εποχή μας καταφεύγουμε στα παλιά μεγάλα τραγούδια. Εφόσον αναφέρεσαι στην συνέντευξη τύπου θα θυμάσαι και το άλλο που είπε ο Μίκης ότι «έχω σταματήσει να γράφω τραγούδια και επειδή ένιωσα την ανάγκη να μπω στο στούντιο με την φωνή του Μπάση καταφύγαμε σε παλιότερο υλικό».

Περνάνε τα χρόνια... Το θετικό είναι πως ο Μίκης Θεοδωράκης στα 76 -πόσο είναι τώρα;- είναι θαλερός και μπορεί να διευθύνει ορχήστρες, να παίζει το έργο του. Να επανέλθουμε: Εσύ πώς κινείσαι ανάμεσα στην Σκύλα του δέους και την Χάρυβδη του ρίσκου για τον καλλιτέχνη;
Δ. Μ.: Θεωρώ ότι η συνεργασία με τον Μίκη Θεοδωράκη και στο στούντιο αλλά και σε εμφανίσεις, γιατί είχα την τύχη να ερμηνεύσω στο Ηρώδειο το καλοκαίρι ένα από τα πιο σημαντικά έργα του συνθέτη «Το τραγούδι του νεκρού αδελφού» - θεωρώ λοιπόν ότι είναι ευλογία ένας συνθέτης σαν τον Μίκη Θεοδωράκη να κάνει δίσκο με έναν τραγουδιστή της νέας γενιάς. Εμείς δεν γνωρίσαμε τους μεγάλους συνθέτες τον Μίκη, τον Λοΐζο, τον Χατζιδάκι, όλους αυτούς. Ευτύχησα όμως να συνεργασθώ με τον Μίκη Θεοδωράκη και...

...επομένως αλλάζει αντικείμενο το δέος, είναι όχι στο τραγούδι αλλά απέναντι στον μεγάλο συνθέτη...
Δ. Μ.: Ελαφραίνει λίγο το άγχος μου το ότι είμαι επιλογή του. Ναι μεν έχω άγχος γιατί μοιραία συγκρίνεσαι με τις παλιές εκτελέσεις αλλά από την άλλη είναι επιθυμία του ίδιου του Μίκη να γίνει ο δίσκος και δεν μπορώ να θεωρήσω ότι είναι το θράσος ενός νέου τραγουδιστή που αγγίζει αυτά τα τραγούδια.

Πώς τιθασεύεις το δέος απέναντι στον μεγάλο συνθέτη;
Δ. Μ.: Όσο μεγάλος είναι στο έργο του ο Μίκης Θεοδωράκης τόσο απλός στην ζωή. Επειδή ο ίδιος ξέρει ότι θα τον αντιμετωπίσεις με δέος προσπαθεί από την πρώτη στιγμή να σου αποβάλει το άγχος. Με βοήθησε πολύ. Πάντα με σεβασμό να ασχοληθώ με την δημιουργική πλευρά του δίσκου. Κατάφερε με τη διδασκαλία του να απελευθερώσω τον εαυτό μου και να μου πάρει τα καλύτερα στοιχεία που έπρεπε για το κάθε τραγούδι.

Όταν δεν υπάρχει αυτή η «ευλογία», όταν ο τραγουδιστής δεν έχει την τύχη να συνεργασθεί με έναν μεγάλο συνθέτη;
Δ. Μ.: Από κάπου πρέπει να πάρει το μήνυμα. Εγώ με το «Σπασμένο καράβι», επειδή το παρουσίαζα στο μαγαζί σφυγμομέτρησα τις αντιδράσεις του κόσμου. Στην περίπτωση που δεν έχεις την ευλογία του μεγάλου συνθέτη πρέπει με ακόμα μεγαλύτερο σεβασμό να αντιμετωπίζεις κάθε τραγούδι που επανεκτελείς. Να μην το ...χειρουργήσεις γιατί η εκτέλεση θα είναι προσβολή και για σένα αλλά και για τον κόσμο.

Εκεί είναι και το ρίσκο για τον καλλιτέχνη.
Δ. Μ.: Τίποτα δεν γίνεται χωρίς ρίσκο. Για τις επανεκτελέσεις το επαναλαμβάνω με σεβασμό και ευλάβεια.

Το ευλάβεια να μην το εκλάβουμε ως... αραχνιασμένο μουσείο.
Δ. Μ.: Όχι φυσικά! Το ζήτημα είναι να μην κουτσουρεύουμε τα παλιά μεγάλα τραγούδια.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να πλασαριστεί ένας νέος στη δισκογραφία και στο πάλκο;
Δ. Μ.: Εξαρτάται, είναι και πολύ εύκολο και πολύ δύσκολο. Αναλόγως αν ο τραγουδιστής που θα πει το καλημέρα στην δισκογραφία και στο κοινό του είναι ή όχι κατασκεύασμα της δισκογραφικής εταιρείας.

Είναι ζήτημα συγκυριών;
Δ. Μ.: Είναι θέμα συγκυριών... Είναι θέμα ταλέντου... Αν θέλει να ακολουθήσει τον δύσκολο δρόμο, να υπηρετήσει το καλό τραγούδι, όχι να γίνει κατασκεύασμα με ημερομηνία λήξης. Εκεί δεν είναι εύκολα τα πράγματα.

Πώς βλέπεις με την μέχρι τώρα καριέρα σου τα κατασκευάσματα των εταιρειών;
Δ. Μ.: Όλοι οι καλλιτέχνες δεν είναι κατασκευάσματα. Υπάρχουν τραγουδιστές που με οδηγό το ταλέντο, επειδή η εποχή ζητά νέο πρόσωπο, με λίγη βοήθεια της τύχης εδραιώθηκαν στον χώρο. Είναι και οι άλλοι. Λέει η εταιρεία: θα φτιάξουμε έναν τραγουδιστή με αυτές τις εμπορικές προδιαγραφές της μόδας, θα του βγάλουμε 1-2 δίσκους και άμα δούμε ότι δεν τραβάει, ετοιμάζουμε τον επόμενο με άλλες προδιαγραφές. Τα τραγούδια βγαίνουν με τρομακτική ταχύτητα, ο τραγουδιστής λέει ένα δίσκο τον χρόνο με κάποιο σουξέ που μετά τρεις μήνες κανείς δεν το θυμάται.

Δεν μπήκες ποτέ στον πειρασμό, να σκεφθείς: έλα μωρέ να πούμε 2 σουξεδάκια φτηνιάρικα να τα οικονομήσουμε και μετά βλέπουμε;
Δ. Μ.: Όχι! Είναι θέμα χαρακτήρα, είναι καθαρά θέμα παιδείας, είναι πολλά... δεν θα μπορούσα να το κάνω. Δεν θα υπηρετούσα σωστά αυτό το πράγμα. Επειδή δεν μπορώ να το υπηρετήσω σωστά δεν είναι δυνατόν να αποτελέσω κατασκεύασμα κάποιας δισκογραφικής εταιρείας. Για παράδειγμα φτιάχνουν ένα δίσκο και πριν δουν τα τραγούδια σκέφτονται το εξώφυλλο. Στην άλλη όχθη μπορεί να περάσεις και 3 χρόνια ψάχνοντας για τραγούδια.

Είναι πιο επώδυνο οπωσδήποτε.
Δ. Μ.: Ναι, αλλά τουλάχιστον αφήνεις κάτι πίσω σου.

Οι τραγουδιστές δεν γράφετε τραγούδια. Ένα κατασκεύασμα εταιρείας φροντίζει αυτή πριν απ΄ αυτόν για αυτόν. Για σας ποιος... σκέφτεται; Δεν είναι μεγάλο άγχος;
Δ. Μ.: Σίγουρα είναι μεγάλο άγχος. Δεν υπάρχουν οι παλιοί μεγάλοι δημιουργοί που έβγαζαν τραγούδια. Επίσης μεγάλος ο πληθωρισμός. Βγαίνουν περίπου 2.000 δίσκοι τον χρόνο πολλαπλασίασέ το με το 12 ή το 14 και έχεις έναν αστρονομικό αριθμό τραγουδιών. Πώς θα βρεθούν; Ας μη γελιόμαστε, δεν είναι τόσο ρομαντικά τα πράγματα.

Πώς λοιπόν ο Δημήτρης Μπάσης σε μια μη ρομαντική εποχή προσπαθεί να εκφράσει τον ρομαντισμό του μέσα από το τραγούδι;
Δ. Μ.: Υπάρχει κατά βάθος φως στο τούνελ. Δεν μπορώ να το δω έτσι ψυχρά και εμπορικά. Υπάρχει ο ρομαντισμός να κάνουμε κάτι και εμείς που πρώτα θα το αγαπήσουμε οι ίδιοι και μετά ο κόσμος, κάτι να μείνει στην ζωή. Το προσπαθούμε. Πάντα με τραγούδια που αγγίζουν την ψυχή μας, που έχουν πρώτα να πουν κάτι σε μένα, γιατί, πιστεύω, ότι έτσι θα μιλήσουν και στον κόσμο.

Πώς βλέπεις το τραγούδι σήμερα; Όλα μας φταίνε;
Δ. Μ.: Ακούω από μερικούς φίλους και συναδέλφους μια κινδυνολογία για το τραγούδι που έφτασε στο χείλος του γκρεμού. Καθόλου δεν συμφωνώ. Δεν ζούμε σε χρυσή εποχή με τα μεγάλα τραγούδια. Είμαι αισιόδοξος μέσα σε αυτόν τον χαμό. Υπάρχουν καλά τραγούδια που αργούν να έλθουν στην επιφάνεια. Βγαίνουν νέοι αξιόλογοι συνθέτες, στιχουργοί, τραγουδιστές. Πολύ σύντομα, πιστεύω, θα περάσουμε σε καλές μέρες για το τραγούδι. Εκείνο που λέω πολλές φορές στον κόσμο είναι: Υπάρχουν και πολύ καλά τραγούδια. Ανακαλύψτε τα!

Έστω και σε εποχή κρίσης και υποβάθμισης των αξιών;
Δ. Μ.: Μπορεί να υπάρχει η κρίση αλλά όταν η εποχή γεννήσει μεγάλα ταλέντα είναι δυνατόν να καπελωθούν από την κρίση;

Αλλά πάλι και η κρίση θέλει έκφραση και απαντοχή.
Δ. Μ.: Πάντα το τραγούδι έπαιζε και παίζει αυτόν τον ρόλο. Εκεί είναι η μαγεία και η ομορφιά του λαϊκού μας τραγουδιού.