23 Ιουνίου 2007

Στέλιος Καζαντζίδης - Μετρονόμος (τεύχος 4)



Στέλιος Καζαντζίδης - Ο ανεπανάληπτος

του Κώστα Μπαλαχούτη

Ο Στέλιος Καζαντζίδης είναι ο σπουδαιότερος Έλληνας λαϊκός τραγουδιστής, όλων των εποχών. Ένας από τους σημαντικότερους ολόκληρης της υφηλίου. Μια φωνή που ξεπερνά τον χρόνο και την επικαιρότητα και γίνεται "Φαινόμενο", "Θρύλος", που συνεχώς εμπλουτίζεται και ανανεώνεται. Ποτέ άλλοτε λαϊκός καλλιτέχνης δεν αγαπήθηκε και δεν λατρεύτηκε σε τέτοια βαθμό από το κοινό. Ποτέ άλλοτε ερμηνευτής, δεν ταυτίστηκε σε τέτοιο βαθμό με τα προβλήματα και τις ανάγκες των απλών ανθρώπων ώστε να θεωρείται σύμβολο και εκφραστής των ελπίδων και των ονείρων τους. Ενός κόσμου που δεν τον ξεχνάει κι εξακολουθεί καθημερινά να εκδηλώνει τον θαυμασμό του και να φανερώνει την αγάπη του - ακόμα και στις θλιμμένες στιγμές - παρά την τριανταπενταετή αποχή του από τις ζωντανές εμφανίσεις, παρά τις μακρόχρονες δισκογραφικές παύσεις με αποκορύφωμα αυτήν της περιόδου 1975 - 1987, όπου για 12 συνεχόμενα χρόνια δεν κυκλοφόρησε με την φωνή του ούτε ένα καινούργιο τραγούδι.

Ο Στέλιος Καζαντζίδης γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου του 1931 στην οδό Αλαείας 33, στη Νέα Ιωνία, από γονείς πρόσφυγες. Ο πατέρας του Χαράλαμπος, προέρχονταν από το χωριό Καβάκλιτσα στα Κοτύωρα της Μικράς Ασίας, στον Πόντο, και η μητέρα του Γεσθημανή από την Αλάγια της Κιλικίας. Είχαν έρθει στην Ελλάδα την εποχή του Διωγμού. Γνωρίστηκαν στα «προσφυγικά» Πετράλωνα όπου και διέμεναν και παντρεύτηκαν το 1923. Το νιόπαντρο ζευγάρι εγκαταστάθηκε αρχικά στη Σαμφράπολη. Ο πατέρας του ήταν περιζήτητος χτίστης. Με βάσανα και κόπους αγόρασαν ένα οικόπεδο και έφτιαξαν το σπίτι τους στη Νέα Ιωνία, σε μια εποχή δύσκολη όπου η Ελλάδα είχε ακόμα ανοικτές τις πληγές από τη Μικρασιατική καταστροφή. Δυο εκατομμύρια πρόσφυγες είχαν προστεθεί σ' ένα πληθυσμό μόλις τεσσάρων. Στις παράγκες στη Νέα Φιλαδέλφεια, στη Νέα Ιωνία, στη Δραπετσώνα, στα Πετράλωνα, στην Καισαριανή, στην Κοκκινιά η προσφυγιά αναστενάζει. Λίγο αργότερα θα ΄ρθεί η δικτατορία του Μεταξά. Ξερονήσια, όπως η Ανάφη, η Φολέγαντρος, φιλοξενούν μια άλλη Ελλάδα που αντιστέκεται και παλεύει για δημοκρατία και ελευθερία.. Στην Κατοχή ο λαός περνάει δύσκολες στιγμές. Το ψωμί είναι λιγοστό και πανάκριβο. Στις Αθήνα περιουσίες ξεπουλιούνται για ένα μπουκάλι λάδι. Οι μαυραγορίτες θησαυρίζουν. Την άνοιξη του 1942 ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης παίρνει την οικογένειά του και πηγαίνουν στα Πλατανάκια, ένα χωριό κοντά στα γιουγκοσλαβικά σύνορα όπου έμεναν συγγενείς τους. Εκεί γίνεται υπεύθυνος της Εθνικής Τροφοδότησης Ανταρτών. Μαζί με άλλους μάζευαν διάφορα, ρούχα, παπούτσια, τρόφιμα, φάρμακα και τα έδιναν στους αντάρτες. Όπως λέει ο ίδιος ο Στέλιος «κάτι Γερμανοτσολιάδες προδότες, τον έπιασαν και τον σακάτεψαν στο ξύλο. Με τα χίλια ζόρια πήγαμε στο Κιλκίς κι απο εκεί στην Θεσσαλονίκη. Μπροστά στα μάτια μας οι χαφιέδες τον αποτελείωσαν. Έβγαζε αίμα από παντού, από το στόμα, τη μύτη, τ' αυτιά. Χτύπησαν και την μητέρα μου. Έγκυο γυναίκα».. Απ' την Θεσσαλονίκη παίρνουν το πλοίο κι επιστρέφουν στη Νέα Ιωνία. Ήταν αρχές του ΄45. Οι αριστερές ιδέες του πατέρα του οδηγούν τον μικρό Στέλιο στο αστυνομικό τμήμα της Κηφισσιάς όπου για τρεις ημέρες τον βασανίζουν και τον χτυπούν.. Ο Χαράλαμπος Καζαντζίδης έχει χαρακτηριστεί σαν επικίνδυνος κομμουνιστής. Συλλαμβάνεται ξανά και ξυλοκοπείται αλύπητα. Θα φύγει από την ζωή το 1946. Ο δεύτερος γιος του Στάθης είναι μόλις 12 μηνών. Ο 15άχρονος Στέλιος αναγκάζεται τα δύσκολα εκείνα χρόνια να βγει στη βιοπάλη για να ζήσει την οικογένεια του. Πουλάει κάστανα στη Νέα Ιωνία, νερό με στάμνα στην οδό Αθηνάς, τσιγάρα στην Ομόνοια, και για να μην ξοδέψει το λιγοστό μεροκάματο –γιατί το γκαζοζέν ήταν ακριβό– τα βράδια κοιμάται πάνω στις σχάρες της πλατείας όπου τα μοτέρ που παράγουν ρεύμα εξασφαλίζουν λίγη ζεστασιά. Στη συνέχεια σειρά έχουν τα εργοστάσια. Κλωστήρια, υφαντουργεία ...Βαριά κι ανθυγιεινή εργασία. Στο εργοστάσιο της Λανατέξ, κατά την διάρκεια της εργασίας, όταν σιγοτραγουδά κάποιο σκοπό οι εργάτες σταματούν την δουλειά τους για να τον ακούσουν. Ακόμα και ο εργοστασιάρχης συγκινείται και του χαρίζει μια κιθάρα. Το νερό αρχίζει να μπαίνει στο αυλάκι του. Ο Στέλιος Καζαντζίδης ξεκίνησε την πορεία του από τα ταβερνάκια. Μαζί με φίλους απ' τη Νέα Ιωνία παίζουν και τραγουδούν τα Σαββατοκύριακα κερδίζοντας φαγητό κρασί και λίγο χαρτζιλίκι. Αυτή ήταν η αμοιβή τους. Με το καιρό γίνονται γνωστοί και πηγαίνουν σε γάμους, βαφτίσια και χαρές. Αρχίζουν να χτυπάνε δουλειές και σε άλλες συνοικίες. Ο Καζαντζίδης ξεχωρίζει για το μέταλλο της φωνή του που πατά πάνω στις αναπνοές του Πρόδρομου Τσαουτσάκη, του μεγάλου λαϊκού τραγουδιστή της εποχής. Κάτι που παραδέχεται και ο ίδιος ο Καζαντζίδης. O συνθέτης και μαέστρος Στέλιος Χρυσίνης μπαίνει στη ζωή του και του μαθαίνει την τέχνη και τα μυστικά του τραγουδιού. Ο πρώτος δίσκος που ηχογραφεί, στις 2 Ιουλίου του 1952, είναι το «Για μπάνιο πάω» του Απόστολου Καλδάρα, ένα λαϊκό «αρχοντορεμπέτικο», το οποίο περνάει απαρατήρητο. Κάποιοι υπεύθυνοι στην Columbia θεωρούν ότι η καριέρα του έληξε, πριν ακόμα ξεκινήσει. Χάρη στις προσπάθειες και την επιμονή του Γιάννη Παπαϊωάννου ηχογραφεί τις θρυλικές «Βαλίτσες» σε στίχους Κώστα Μάνεση. Το άστρο του Καζαντζίδη αρχίζει να εκπέμπει το πολύτιμο φως του. Στους κύκλους των μουσικών και στον απλό κόσμο διαδίδεται η φήμη ότι ένας νέος τραγουδιστής που η φωνή του μοιάζει με του Τσαουσάκη τα «λέει καλά». Από εκείνη τη στιγμή η μία επιτυχία διαδέχεται την άλλη: «Έξω απ' άδικο», του Κολοκοτρώνη, «Είδα κι έπαθα κυρά μου», του Χρυσίνη, «Πέφτουν τα φύλλα απ' τα κλαριά», «Θλιμμένο δειλινό» και «Βράδιασε με στο Γεντί Κουλέ», του Μητσάκη, «Η κοινωνία με κατακρίνει», του Καραπατάκη, «Θεσσαλονίκη μου μεγάλη φτωχομάνα», του Χιώτη, «Μακάρι να πεθάνω», του Μπακάλη, «Άσπρο πουκάμισο», του Τσιτσάνη, «Απ' τα ψηλά στα χαμηλά», του Καλδάρα και τόσα ακόμη μεγάλα τραγούδια. Μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα ο Καζαντζίδης αναδεικνύεται σε απόλυτο πρωταγωνιστή του λαϊκού τραγουδιού και γίνεται ο ιδανικός εκφραστής της ιδιοσυγκρασίας, της ψυχοσύνθεσης των καημών και των παραπόνων ενός ολόκληρου λαού. Των απλών, κατατρεγμένων και αδικημένων ανθρώπων που στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, στην σκληρή δεκαετία του ΄50, προσπαθούν να ορθοποδήσουν, να αλλάξουν τη μοίρα τους. Μετά τον μακρόχρονο δεσμό του με την Καίτη Γκρέυ, και τη συγκριτικά σύντομη σχέση του με τη Σεβάς Χανούμ, γνωρίζει, το 1957, στο κέντρο Πανόραμα, στη Θεσσαλονίκη, τη Μαρινέλλα. Το πρώτο τους ραντεβού γίνεται αμέσως μετά το τέλος του προγράμματος, σε μια βάρκα, όπου ψαρεύουν. Ο Καζαντζίδης έχει γνωρίσει τα μυστικά του ψαρέματος στην Μακρόνησο, όπου παρέμεινε για κάποιο διάστημα στις εκεί Στρατιωτικές Φυλακές, ύστερα από μια σκευωρία που του έστησαν. Η Μαρινέλλα έχει ανάλογες καταβολές... αφού ο πατέρας της είναι ψαράς. Το ψάρεμα λοιπόν, ο κινηματογράφος, το τραγούδι και ο έρωτας τους ενώνουν. Μαζί θα αποτελέσουν το δημοφιλέστερο καλλιτεχνικό ζευγάρι όλων των εποχών. Μια 8ετία δόξας, καθολικής αποδοχής και αναγνώρισης ξετυλίγεται μπροστά τους. Τα πρώτα τραγούδια που ηχογραφούν μαζί είναι τα «Η πρώτη αγάπη σου είμαι εγώ» και «Νίτσα Ελενίτσα», του Μητσάκη που προκαλούν πάταγο. Η συνέχεια είναι γνωστή: «Το τελευταίο βράδυ μου», «Μαντουμπάλα», «Ζιγκουάλα», «Αυτή η νύχτα μένει», «Είσαι η ζωή μου», «Ό,τι αγαπάω εγώ πεθαίνει», «Εγώ με την αξία μου», κ.ά. «Φεύγω με πίκρα στα ξένα», «Μέσα στο τραίνο Γερμανίας-Αθηνών», «Πικρό σα δηλητήριο είναι το διαβατήριο», «Το ψωμί της ξενιτιάς», «Ένα πιάτο άδειο στο τραπέζι», «Στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», «Φεύγει το καράβι»... Όλοι οι μεγάλοι του λαϊκού, τραγούδησαν για τις εκατοντάδες χιλιάδες των Ελλήνων μεταναστών που γέμιζαν τα τραίνα και τα πλοία. Ο Καζαντζίδης όμως ταυτίστηκε με το «είδος» και μαζί με τους συνεργάτες του δημιούργησε και τραγούδησε κάθε πτυχή και πλευρά της ξενιτιάς και της μετανάστευσης που μάστιζε τη χώρα και άφηνε τα πικρά της σημάδια στις καρδιές και τη ζωή των απλών ανθρώπων, στην ψυχή του λαού. Όπως τραγούδησε, όσο κανείς άλλος, τη μάνα, το φίλο, τον απόκληρο, τον αδικημένο... και τις μεγάλες αλήθειες της ζωής. Όμως, δεν είπε μόνο θλιμμένα τραγούδια ο Στέλιος, ο Στελάρας. Ερμήνευσε και χαρές και έρωτες με το δικό του τρόπο και ήθος. Όπως όμως παραδέχεται κι ο ίδιος το στοιχείο που τον χαρακτηρίζει είναι ο «πόνος». Μια άλλη πτυχή και απόδειξη της μεγάλης γκάμας και της τεράστιας προσωπικότητας του καλλιτέχνη είναι οι συνεργασίες του με τους: Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Λεοντή, Μαρκόπουλο, Κατσαρό, στην δισκογραφία και σε συναυλίες. Και στα «έντεχνα» τραγούδια μεγαλούργησε ο Καζαντζίδης. Έχει αυτό το χάρισμα να προσαρμόζεται μοναδικά στις απαιτήσεις του κάθε τραγουδιού. Η καθάρια άρθρωση του, ο ατέλειωτος όγκος και η ευελιξία της φωνής του, η απέραντη έκταση, η πιστότητα στις χαμηλές και υψηλές νότες και πάνω απ' όλα το έντονο πάθος και τα δύσκολα βιώματα προσδίνουν στην ερμηνεία του διαστάσεις μαγικές, μυθικές, αξεπέραστες. Όπου τραγουδάει παραλύει η κυκλοφορία και τα γύρω κέντρα ερημώνουν. Δέχεται απειλές από τους αντίπαλους καταστηματάρχες. Σε κάποιες περιπτώσεις βγαίνουν πιστόλια. Η ζωή του κινδυνεύει. Αναγκάζεται να έχει στο πλευρό του, σε κάθε βήμα του, μπράβους για προστασία. Παρ' όλα αυτά συνεχίζει τις εμφανίσεις του σε όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό: Τουρκία, Αμερική, Αυστραλία, Γερμανία... Το 1963 φεύγει απ' την Κολούμπια και πηγαίνει στη Μίνως. Οι επιτυχίες δεν σταματούν: «Τα μουτζουρωμένα χέρια», «Κι αν γελάω είναι ψέμα», «Όση γλύκα έχουνε τα χείλη σου», «Το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα», «Νιώθω μια κούραση βαριά», «Πάρε τα χνάρια μου», «Στο τραπέζι που τα πίνω»... Κάποια στιγμή το 1966, στο χειμερινό Φαληρικόν, του Μαργωμένου, Αχαρνών και Ηπείρου, ενώ τραγουδά ένας πάτος από μπουκάλι μπύρας, περνά ξυστά από δίπλα του. Το ποτήρι έχει ξεχειλίσει. Τα σπασίματα έχουν μπει πια για τα καλά στη νυχτερινή διασκέδαση. Στα λαϊκά κέντρα κυριαρχούν οι γλεντζέδες, που δεν ενοχλούνται απ' τις τιμές που ανεβαίνουν σιγά - σιγά. Οι οικογένειες με τα καροτσάκια με τα μωρά αρχίζουν να αραιώνουν. Οι απειλές από τους άλλους καταστηματάρχες και μπράβους συνεχίζονται. Έτσι ο Στέλιος, που τραγουδάει για το λαό και τη φτώχεια, στα 33 του χρόνια, στον κολοφώνα της δόξας και της δημοτικότητάς του θα σταματήσει, μία κι έξω, τις ζωντανές εμφανίσεις. Λίγο καιρό αργότερα χωρίζει με την Μαρινέλλα και συνεχίζει να δισκογραφεί έχοντας για σεγόντα τη Λίτσα Διαμάντη και την Χάρις Αλεξίου. Με τη Μαρινέλλα θα ξανασμίξουν στην δισκογραφία για τελευταία φορά το 1968 όπου θα ξανακάνουν μεγάλες επιτυχίες: «Μη μου λέτε γι' αυτή», «Στα βράχια της Πειραϊκής», «Απόψε σ' έχω στην αγκαλιά μου», κ.ά. Η κόντρα του Καζαντζίδη με τις εταιρείες, έχει βαθιές ρίζες. Από τα μισά περίπου της δεκαετίας του ΄50, διεκδίκησε δικαστικώς μεγαλύτερα ποσοστά για τους ερμηνευτές και δικαιώθηκε. Το 1961 όταν έληξε το συμβόλαιό του, καμιά μεγάλη εταιρεία δεν τον ήθελε στις τάξεις της. Εκείνος κατέφυγε μαζί με τους συνεργάτες του Καραπατάκη και Κολοκοτρώνη στη μικρή RCA - Victor του Ορφανίδη, όπου χάρη στις επιτυχίες του «ανέβηκε» ξαφνικά. Επιστρέφει θριαμβευτικά στην Κολούμπια κατόπιν ανάκλησης νόμου σχετικά το «ελευθέρας» των καλλιτεχνών που λήγει το συμβόλαιό τους. Το 1966 προσπαθεί να φτιάξει μια νέα τάξη πραγμάτων στο τραγούδι, δημιουργώντας την δική του εταιρία, τη Standard. Παρά τους ικανούς καλλιτέχνες που θα συγκεντρώσει, καθώς και τον πρωτοποριακό εξοπλισμό που διαθέτει, θα αναγκαστεί να διακόψει την λειτουργία της. Γυρνάει στη Μίνως και υπογράφει ένα μοιραίο συμβόλαιο... Παρά τις κόντρες και τις μεγάλες του παύσεις, οι επιτυχίες συνεχίζονται : «Γυρίζω απ' τη νύχτα», «Ο Γυάλινος κόσμος», «Την Παρασκευή το βράδυ», «Πάψε να ρωτάς», «Το δρομολόι της ζωής», «Δακρυσμένη ζητάς την αγάπη μου»... Το 1973 θα έρθουν τα 6 μεγάλα τραγούδια του Άκη Πάνου. «”Η ζωή μου όλη”, είναι ίσως το καλύτερο τραγούδι της καριέρας μου» , θα μου εξομολογηθεί. Μετά την μεταπολίτευση κυκλοφορεί το άλμπουμ Στην Ανατολή, σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη. Περιλαμβάνει σπουδαία τραγούδια, όπως τα: «Άπονες Εξουσίες», «Και δεν μίλησε κανείς», «Στην Ανατολή», που όμως δεν θ' ακουστούν όσο πρέπει, κι αυτό θα είναι το μεγάλο παράπονο του Στέλιου. Την επόμενη χρονιά έρχεται το Υπάρχω, σε συνεργασία με τους Νικολόπουλο και Πυθαγόρα και το Γιώργο Νταλάρα στα σεγόντα. Μια Ελλάδα ολόκληρη τραγουδά μαζί του. Στην πιο μεστή και δυνατή δισκογραφική στιγμή της καριέρας του ο Καζαντζίδης αποσύρεται και από τις ηχογραφήσεις. Η κόντρα του με τη Μίνως, θα γίνει εθνικό ζήτημα. Θα επανέλθει 12 χρόνια αργότερα, το 1987, με ειδική νομοθετική ρύθμιση. Παρά την μεγάλη του αποχή από τα κέντρα και τους δίσκους ο κόσμος όχι μόνο δεν τον ξεχνά αλλά διψά για την φωνή του. Ο πρώτος του δίσκος με τίτλο Στον δρόμο της Επιστροφής, ξεπερνά σε πωλήσεις –μόνο στην ελληνική αγορά– τις 200.000 χιλιάδες αντίτυπα. Ο Καζαντζίδης από το 1987 μέχρι σήμερα συνέχισε να ερμηνεύει αυτά που πιστεύει ότι εκφράζουν αυτόν και αυτούς που τον αγαπούν, που αναπνέουν και ονειρεύονται με τα τραγούδια του. Δεν πρόδωσε ποτέ το ρεπερτόριο του, την κοινωνική θεματολογία του, δεν σταμάτησε να τραγουδά τον ανθρώπινο πόνο, τα προβλήματα, τις ανάγκες, τις μικρές χαρές της ζωής. Άλλωστε ξέρει καλά που απευθύνεται και γιατί. «Τραγουδώ τον πόνο για να απαλύνω τον πόνο των άλλων», μου είπε. Και ακόμη: «Αυτή η εποχή είναι πιο σκληρή και από την Κατοχή. Τότε είχαμε μόνο έναν εχθρό, ξέραμε ποιος είναι και πώς θα τον αντιμετωπίσουμε». Μεγάλες κουβέντες από ένας μεγάλο καλλιτέχνη και άνθρωπο. Κι επειδή όπως μου έλεγε χαρακτηριστικά «Το πολύ και το καθόλου βλάπτουν», σταματώ εδώ τη μικρή αυτή παρουσίαση της ζωής και του έργου του κορυφαίου Έλληνα τραγουδιστή όλων των εποχών, του αληθινά σπουδαίου και αξεπέραστου Στέλιου Καζαντζίδη, του Στελάρα μας. Τα λόγια του Γιώργου Ζαμπέτα, μέσα από την αυτοβιογραφία του, είναι ο ιδανικός επίλογος: «Λέγανε παλιά οι οικογένειες, πήγαινε γυναίκα να πάρεις φασόλια, ρεβίθια, λίγο ρύζι, αλλά πάρε και το δίσκο του Καζαντζίδη, αυτός που είχαμε τρύπησε πια, έλιωσε απ' το παίξιμο... Παίρνανε το δίσκο του Στέλιου μαζί με το φαΐ ρε! Ο Καζαντζίδης ήτανε μέσα στις ανάγκες του κοσμάκη!».

Δεν υπάρχουν σχόλια: