ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ
Η ΜΕΓΑΛΗ ΜΑΣ ΡΕΜΠΕΤΙΣΣΑ
Επιμέλεια: Χάρης Κόντος
ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ
Ο λόγος που με οδήγησε να γράψω αυτό το αφιέρωμα για τη μεγάλη μας ρεμπέτισσα τη Σωτηρία Μπέλλου, είναι ο μεγάλος μου θαυμασμός από τα παιδικά μου χρόνια στην ίδια και στο ρεμπέτικο τραγούδι. Πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε που έφυγε η μεγαλύτερη φωνή του ρεμπέτικου του λαϊκού και του σύγχρονου Ελληνικού τραγουδιού. Η κορυφαία και ανεπανάληπτη λαϊκή μας βάρδος, το υπηρέτησε πιστά και δυναμικά, με πάθος και αφοσίωση, για μισό αιώνα πάνω στο σανίδι του πάλκου, κι έβαλε το δικό της λουλούδι στο μπουκέτο της τέχνης.
Ξεκίνησε από το ψαλτήρι της εκκλησίας με αγάπη για το τραγούδι, έδωσε σκληρό και άνισο αγώνα μέχρι να καταφέρει να πραγματοποιήσει το μεγάλο της όνειρο, να καθίσει στην καρέκλα του πάλκου, και να συνεργαστεί με τους σημαντικότερους και σύγχρονους μεγάλους μουσικούς μας δημιουργούς.
Η μεγάλη κυρία του ελληνικού τραγουδιού σπάνια σαν χαρακτήρας , με φωνή γνήσια εξαίρετη, αμίμητη και αναντικατάστατη, υπήρξε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες του καλλιτεχνικού μας χώρου και του τόπου μας, ηχογράφησε πάνω από πεντακόσια τραγούδια με τα οποία μεγάλωσαν γενιές και γενιές , και είναι διαχρονικά.
Άντεχε μέχρι τα τελευταία της στη ζωντανή εμφάνιση. Άφησε πίσω της στον ελληνικό πολιτισμό τεράστιο έργο αριστουργηματικής αξίας που αποτελεί παρακαταθήκη του μέλλοντος, και εποχή στην ιστορία του τραγουδιού και της λαϊκής τέχνης. Χαρακτηρίστηκε ως αρχόντισσα του ρεμπέτικου.
ΑΠΟ ΤΟ ΨΑΛΤΗΡΙ ΣΤΑ ΠΑΛΚΑ
«Περιπλανώμενη ζωή
περιπλανώμενο κορμί
Απ’ τις βαθιές μου τις πληγές
το αίμα αργοσταλάζει
και τώρα που ζητώ στοργή
κανείς δε με κοιτάζει…»
Κώστας Βίρβος
Η Σωτηρία Μπέλλου γεννιέται στις 29 Αυγούστου του 1921 στο χωριό Δροσιά πρώην Χάλια Χαλκίδας, η πρώτη από τα πέντε παιδιά του Κυριάκου και της Ελένης Μπέλλου.
Η καταγωγή της είναι από την Κύμη Ευβοίας. Το όνομά της το παίρνει από τον αγαπημένο της παππού ιερέα, που την παίρνει από μικρή στην εκκλησία και ψέλνει δίπλα του, και αρχίζει να ψήνεται με τη βυζαντινή μουσική.
Μαγευόταν από τη μουσική και θαύμαζε πολύ το τραγούδι . Πολύ ζωηρό παιδί, και από τα δέκα της βοηθάει τον πατέρα της στο μπακάλικο. Στα δεκατρία της πηγαίνει για πρώτη φορά σε κινηματογράφο, και εντυπωσιάζεται από τη Σοφία Βέμπο στην ταινία «Προσφυγοπούλα». Την κάνει πρότυπό της και τη μιμείται τραγουδώντας στον καθρέφτη. Πείθει τον πατέρα της και της αγοράζει κιθάρα και διδάσκεται κατ’ οίκον μουσική, ενώ η οικογένειά της δεν συμφωνεί με την απόφασή της να γίνει τραγουδίστρια, με αποτέλεσμα να έρθουν σε ρήξη.
Στα δεκαεπτά της κάνει έναν άτυχο γάμο που διαλύεται σε έξι μήνες, αφού έριξε βιτριόλι στο σύζυγο, καταδικάστηκε και τιμωρήθηκε με φυλάκιση. Το 1940 μετά την κήρυξη του πολέμου κάνει τη δική της αντίσταση και κατεβαίνει στην κατεχόμενη Αθήνα. Για να ζήσει εργάζεται σκληρά και πάντα τίμια. Τα βράδια τραγουδάει με την κιθάρα της ερασιτεχνικά σε ταβερνάκια. Επηρεάζεται από τα πολιτικά γεγονότα, συμμετέχει στους κοινούς αγώνες κατά των εχθρών, συλλαμβάνεται φυλακίζεται και υπόκειται σε βασανιστήρια για τις πολιτικές της πεποιθήσεις και για τις ιδεολογίες της.
Το 1947 την ακούει ο Βασίλης Τσιτσάνης, ενθουσιάζεται από τη φωνή της και της γράφει τα πρώτα της τραγούδια (Όταν πίνεις, στην Ταβέρνα, και καλέ μου το παιδί) και άλλα, που ηχογραφούν στην Columbia και γίναν πολύ μεγάλες επιτυχίες. Ο δρόμος ανοίγει, δουλεύει στα μεγαλύτερα κέντρα και ηχογραφεί τις μεγαλύτερες επιτυχίες όλων των συνθετών της εποχής, τη μια μετά την άλλη.
Είναι η πρώτη γυναίκα που ανεβαίνει στο αντροκρατούμενο πάλκο στου «Τζίμη του Χοντρού» μαζί με το Βασίλη Τσιτσάνη και δημιούργησαν το αγαπημένο λαϊκό ντουέτο που ήταν ιδιαίτερα περιζήτητο εκείνη την εποχή, αλλά και αργότερα στη δεκαετία του 70. Εκεί έγινε το επεισόδιο με τους Χίτες που απαίτησαν βασιλικό τραγούδι κι εκείνη αρνήθηκε να το τραγουδήσει.
Στη συνέχεια ηχογραφεί και άλλα τραγούδια του Τσιτσάνη (Συννεφιασμένη Κυριακή, Η Μάνα μου με Δέρνει, Κάνε υπομονή , Το παράπονο του ξενιτεμένου κ.α.) και τη ζητούν οι συνθέτες ο ένας μετά τον άλλον. Ηχογραφεί τραγούδια των Γιώργου Μητσάκη (Ο Ναύτης, Το μεράκι της καρδιάς μου, Κατσιβέλα, Το παλτό, Το σβηστό φανάρι κ.α.), Κώστα Καπλάνη (Βαριά χτυπάει η καμπάνα, Μας ζηλεύουνε κ.α.), Σπύρου Περιστέρη (Μια φορά στον κόσμο ζούμε κ.α.), Τόλη Χάρμα (Δεν υποφέρεσαι κ.α.) , αλλά και Μανώλη Χιώτη, Γιώργου Μανισαλή, Γιώργου Λαύκα και άλλων. Ηχογράφησε τραγούδια του Γιάννη Παπαϊωάννου (Άνοιξε γιατί δεν αντέχω, Σβήσε το φως να κοιμηθούμε, Άσεμ, άσεμε, Φοβάμαι μη σε χάσω, Ένας σατράπης θηλυκός κ.α.), με τον οποίο δούλεψαν αργότερα στην παράγκα του Καλαματιανού.
Το 1949 τραγουδάει με το Μάρκο Βαμβακάρη στην ιστορική διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι στο θέατρο Τέχνης για το Ρεμπέτικο. Στη συνέχεια ηχογραφεί στην Odeon τραγούδια των Βασίλη Τσιτσάνη (Απόψε κάνεις μπαμ, Ποια καρδιά δε θα ραΐσει, Τα καβουράκια κ.α.), Απόστολου Καλδάρα (Είπα να σβήσω τα παλιά κ.α.), Μπάμπη Μπακάλη (Γράμμα θα στείλω στο Θεό, Απόψε θα πεθάνει ο Χάρος κ.α.) , Τάκη Λαβίδα (Μες στα βαριά μεσάνυχτα κ.α.), Πάνο Πετσά και άλλων.
Το 1954 ηχογραφεί το ζεϊμπέκικο «περιπλανώμενη ζωή» του Βασίλη Τσιτσάνη που περιγράφει τη ζωή της και ήταν απ’ τα πιο αγαπημένα της. Το 1957 ηχογραφεί τραγούδια του Γιώργου Ροβερτάκη (χαλάλι για πάρτη σου). Το 1960 κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις στις 78 στροφές σε τεχνολογία ηλεκτρονικής ηχογράφησης (Θέλω μάγκα και Σατράπη Βασίλη Τσιτσάνη, Ρέστοι και μπατίρηδες Γιώργου Μητσάκη, Σαν πεθάνω στο καράβι Μπάμπη Μπακάλη κ.α.)
Το 1961 ηχογραφεί 4 δίσκους 45 στροφών με δικά της τραγούδια χωρίς να γνωρίσουν ιδιαίτερη επιτυχία (Σε φιλίες δεν πιστεύω, κ.α.). Το ρεμπέτικο γνωρίζει κάμψη και ξανααναβιώνει στο τέλος της δεκαετίας του 60.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 1965
«Δε λες κουβέντα
κρατάς κρυμμένα μυστικά
και ντοκουμέντα…»
Κώστας Τριπολίτης
Στο τέλος της δεκαετίας του 60 το ρεμπέτικο ξαναγνωρίζει άνθιση, και η Σωτηρία Μπέλλου μετά από 5 χρόνια απουσίας, έχει το κουράγιο και την ψυχική δύναμη και επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο. Το 1965 εμφανίζεται στο κέντρο «Νήσος Ύδρα» όπου την ακούει ο Αλέκος Πατσιφάς που δημιούργησε τη Lyra, και την καλεί και ηχογραφεί τον πρώτο της προσωπικό δίσκο LP «Τα Ρεμπέτικα της Σωτηρίας Μπέλλου», με ρεμπέτικα σε πρώτη εκτέλεση και σε επανεκτέλεση (Έκαψα την Καλύβα μου Μπάμπη Μπακάλη, Καημό μες στην καρδούλα μου Κώστα Σκαρβέλη, κ.α.), και εξώφυλλο χαρακτικό έργο του Α. Τάσσου, που ντύνει και τους άλλους 11 δίσκους που ακολουθούν μετά την επιτυχία του πρώτου, με γνωστά ρεμπέτικα σε πρώτη εκτέλεση και σε επανεκτέλεση των Βασίλη Τσιτσάνη, Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργου Μητσάκη, Κώστα Καπλάνη , Απόστολου Χατζηχρήστου, Μαρίνου Γαβριήλ, και άλλων (Συννεφιασμένη Κυριακή, Πέφτουν της βροχής οι στάλες, Κάποια Μάνα αναστενάζει, Χαλάλι σου, Καρδιά παραπονιάρα, Πριν το χάραμα, Περαίας και Αθήνα κ.α.) με μουσική κυρίως Στέλιου Ζαφειρίου, Κώστα Παπαδόπουλου και Νίκου Μαμαγκάκη.
Το 1972 ανοίγει στην Πλάκα δικό της μαγαζί (Το σαλόνι της Μπέλλου), και τον επόμενο χρόνο ξαναεμφανίζεται με τον επί χρόνια αγαπημένο φίλο και συνεργάτη της Βασίλη Τσιτσάνη στο Χάραμα, μέχρι το θάνατό του το 1984. Ερμηνεύει επίσης τραγούδια των Θεόδωρου Δερβεκώτη, Κώστα Καπλάνη, Στέλιου Βαμβακάρη και άλλων. Άξια προσοχής είναι και τα δικά της τραγούδια που εμπνέεται από στιγμές της ζωής της και ηχογραφεί κατά καιρούς (Πάψε μανούλα μου να κλαις, Μαραίνεται η καρδούλα μου, Το ξερό μου το κεφάλι, κ.α.) μουσική Σωτηρίας Μπέλλου, (Πάντα περιπλανώμενος, Θα σας πω μια ιστορία, Μια μικρή γαλανομάτα, κ.α.) μουσική Μαρίνου Γαβριήλ, (Το καινούργιο Χόλυγουντ, Για μένα το καλό παιδί, κ.α.) μουσική Λευτέρη Τσαγκάρη, και άλλα.
Το 1973 μπαίνει στο έντεχνο τραγούδι με τη συμμετοχή της στο δίσκο «Δεν περισσεύει υπομονή» των Αργύρη Κουνάδη- Βαγγέλη Γκούφα. Το 1975 την καλεί στο στούντιο ο Διονύσης Σαββόπουλος να ηχογραφήσει το θρυλικό «Ζεϊμπέκικο» (Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια), στο δίσκο «Δέκα χρόνια κομμάτια» που αποτυπώθηκε και σε κινηματογραφικό φιλμ με τη χαρακτηριστική ατάκα στο τέλος : «Είδατε που τραγουδάω και ποπ; ….»Είναι η πιο γνωστή της επιτυχία σταθμός στην καριέρα της. Το 1980 ηχογραφεί τα πλέον κλασικά «Λαϊκά προάστια» των Ηλία Ανδριόπουλου- Μιχάλη Μπουρμπούλη , με το γνωστό «Μην κλαις». Τον επόμενο χρόνο ηχογραφεί το γνωστό «Δε λες κουβέντα» στο «Φράγμα» των Δήμου Μούτση-Κώστα Τριπολίτη, που ήταν και η τελευταία της μεγάλη επιτυχία. Επίσης, τα τελευταία χρόνια ερμηνεύει τραγούδια των Βασίλη Δημητρίου- Μάνου Ελευθερίου, Σταύρου Ξαρχάκου, Δημήτρη Λάγιου, Γιάννη Μαρκόπουλου, Λίνου Κόκοτου και άλλων.
Το 1987 με αφορμή τη συμπλήρωση 40 χρόνων προσφοράς της στο τραγούδι, της απονεμήθηκε διπλός χρυσός δίσκος με τραγούδια από την καριέρα της και εξώφυλλο πορτραίτο της φιλοτεχνημένο από το φανατικό θαυμαστή της Γιάννη Τσαρούχη, ο οποίος χόρεψε ζεϊμπέκικο υποβασταζόμενος στην τιμητική εκδήλωση στο «Χάραμα», όπου την τίμησαν με την παρουσία τους πολιτικοί και καλλιτέχνες. Ο δίσκος αυτός έγινε το πρώτο CD που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα.
Ο τελευταίος της προσωπικός δίσκος εκδόθηκε το 1990 με τραγούδια κυρίως δικά της με μουσική του Μαρίνου Γαβριήλ, ενώ τα επόμενα χρόνια κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις («Γεια σας ! Που πέφτουν τα Σύνορα;» Κώστα Καλδάρα , και «Όταν μου μιλάς» Γιάννη Πετρόπουλου). Το 1993 κάνει τις τελευταίες της εμφανίσεις στο «Ρεπορτάζ», και τον επόμενο χρόνο δίνει την τελευταία της συναυλία στο «Παλλάς» της Κύπρου.
Το 1994 μετά από ενοχλήσεις στο λαιμό εισάγεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία» όπου οι γιατροί διαπιστώνουν καρκίνο στο φάρυγγα, τραχειοτομείται και χάνει την πολύτιμη φωνή της, και εκεί περνάει τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής της. Φανατική λάτρης του τζόγου αντιμετωπίζει και σοβαρά οικονομικά προβλήματα, και αναγκάζεται να πουλάει κασέτες με τη φωνή της. Το Υπουργείο Πολιτισμού της εγκρίνει τιμητική σύνταξη που δεν πρόλαβε να πάρει.
Μας αποχαιρετάει για πάντα το πρωί της 27ης Αυγούστου, μόνη παραπονεμένη και ξεχασμένη απ’ όλους, στα εβδομήντα έξι της χρόνια. Η θλιβερή είδηση της απώλειάς της συγκλονίζει τους πάντες. Για δυο μέρες στα μέσα μαζικής ενημέρωσης ακούγονται τα τραγούδια της και προβάλλονται αφιερώματα για τη ζωή της και το έργο της, ενώ αναφορά γίνεται και στον ξένο τύπο. Η σωρός της κατευθύνεται προς την τελευταία της κατοικία με συνοδεία των τραγουδιών της (Συννεφιασμένη Κυριακή, Μην κλαις). Η σεμνή τελετή της κηδείας της γίνεται δημοσία δαπάνη από το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών, όπου της παραχωρείται από το Δήμο τάφος δίπλα σε μεγάλους καλλιτέχνες.
Η Σωτηρία Μπέλλου πηγαίνει μ’ αεροπλάνα και βαπόρια στους φίλους της τους παλιούς ρίχνει ένα ζεϊμπέκικο τραγουδώντας με φωνές ηλεκτρικές και πίσω τρέχανε σκυλιά, και η τρομερή της η λαλιά θα ηχεί για πάντα μέσα μας.
Η βιογραφία της κυκλοφορεί με τίτλο «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» από τις εκδόσεις « Πατάκη».
ΓΙΑ ΤΗ ΣΩΤΗΡΙΑ ΜΠΕΛΛΟΥ
«..Γιατί γιατροί δεν βρήκατε
το φάρμακο ακόμα
ζωές αδίκως χάνονται
και η δική μου τώρα…»
Παναγιώτης Μακροποδάρας
ΝΙΚΟΣ ΜΑΜΑΓΚΑΚΗΣ
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν μια από τις μεγαλύτερες τραγουδίστριες του αιώνα, και ένα άτομο θεμελιώδες πραγματικά πρωταρχικής αξίας. Υπάρχουν τα άτομα αυτά, υπάρχει και η κόπια τους Η Σωτηρία ήταν εντελώς ordined, και σαν άνθρωπος με πολλά κότσια. Δούλεψα μαζί της πάρα πολύ, και ίσως ήμουν ο μόνος άνθρωπος που σεβόταν τόσο πολύ. Όταν η εταιρία ήθελε κάτι, με έπαιρνε ο Πατσιφάς και μου έλεγε: «Σε παρακαλώ Νίκο μου, μίλησε στη Σωτηρία…». Η Σωτηρία τους πέρναγε γενιές δεκατρείς, με διάφορα κοσμητικά επίθετα που δεν επαναλαμβάνονται. Και μόλις την έπαιρνα της έλεγα: «Σωτηρία, κάνε εκείνο…», μου έλεγε : «καλά Νικάκι μου…», έτσι με έλεγε…
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΡΟΣ
Η Σωτηρία Μπέλλου ήταν συμπατριώτισσα, πάρα πολύ ωραία στο είδος της το ρεμπέτικο, αλλά καλά είναι να ζεις, άμα πεθάνεις είναι βράσε ρύζι όλα….
ΔΟΥΚΙΣΣΑ
Πάρα πολύ ωραία δωρική φωνή, τράβηξε πάρα πολλά στη ζωή της, ευτυχώς το τέλος ήταν καλό μεταφορικά, όχι σαν θέμα υγείας, σαν θέμα καριέρας, γιατί αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε…
ΑΔΕΛΦΟΙ ΚΑΤΣΑΜΠΑ
Η μεγάλη Σωτηρία Μπέλλου με τα έργα που έκανε έμεινε στην ιστορία δεν είναι τυχαίο αυτό, όπως και τα δικά μας και ολονών. Αυτοί είναι ημίθεοι για μας, τους θαυμάζαμε και τους αγαπούσαμε όπως κι αυτοί μας αγαπούσαν…
ΠΟΠΗ ΑΣΤΕΡΙΑΔΗ
Μοναδική στο είδος της καταπληκτική φωνή , την αγαπούσε ο κόσμος και μένα με αγαπούσε, και θα τη θυμόμαστε πάντα…
ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΟ
« Άλλη μάγκες δε θα βγει
σαν της Μπέλλου τη φωνή
ήταν μια μεγάλη μορφή
μια δασκάλα στη ζωή
μια ρεμπέτισσα μοναδική.»
Ανθή Καραντώνη
1921. Γεννιέται στα Χάλια Χαλκίδας.
1937. Ψέλνει δίπλα στον παππού της ιερέα. Παίρνει κιθάρα και μαθήματα μουσικής.
1938. Κάνει έναν άτυχο εξάμηνο γάμο που διαλύεται με βιτριόλισμα στο σύζυγο, καταδίκη και φυλάκιση.
1940. Κατεβαίνει στην κατεχόμενη Αθήνα. Αγωνίζεται κατά των εχθρών. Τραγουδάει με την κιθάρα της σε ταβερνάκια.
1947. Ηχογραφεί τον πρώτο της δίσκο με τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.
1948-57. Ηχογραφεί τραγούδια των Γιάννη Παπαϊωάννου, Γιώργου Μητσάκη, Κώστα Καπλάνη, Τόλη Χάρμα, Σπύρου Περιστέρη, Μπάμπη Μπακάλη, Απόστολου Καλδάρα, Γιώργου Ροβερτάκη, και άλλων.
1959-61. Κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις στις 78 και στις 45 στροφές.
1966. Επανεμφανίζεται στη δισκογραφία με το πρώτο της προσωπικό LP από τη Lyra.
1972. Ανοίγει στην Πλάκα το Σαλόνι της Μπέλλου.
1973. Μπαίνει στο έντεχνο με τη συμμετοχή της στο LP «Δεν περισσεύει Υπομονή».
1975. Ηχογραφεί το θρυλικό «Ζεϊμπέκικο» του Διονύση Σαββόπουλου.
1980. Ηχογραφεί τα κλασικά «Λαϊκά Προάστια» Ηλία Ανδριόπουλου- Μιχάλη Μπουρμπούλη.
1981. Ηχογραφεί το «Δε λες κουβέντα» Δήμου Μούτση- Κώστα Τριπολίτη.
1987. Της απονέμεται διπλός χρυσός δίσκος για τα 40 της χρόνια στο τραγούδι.
1990-93. Κυκλοφορεί το τελευταίο της προσωπικό LP. Κάνει τις τελευταίες της ηχογραφήσεις. Κάνει τις τελευταίες της εμφανίσεις.
1994. Δίνει την τελευταία της συναυλία. Εισάγεται στο «Σωτηρία» λόγω καρκίνου του φάρυγγα, τραχειοτομείται και χάνει τη φωνή της.
1997. Φεύγει στις 27 Αυγούστου και κηδεύεται από το Α΄ Νεκροταφείο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου